Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Το όνομα ως αφετηρία κατανόησης της ετερότητας και αυτογνωσιακού ταξιδιού: Η συνάντηση με τους «Καθαρούς»


(πρόκειται για μία εθνογραφική έρευνα με στόχο την παραγωγή μίας περφόρμανς, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο 2018 και αποτέλεσε την τελική εργασία της εξειδίκευσής μου στην Περφόρμανς στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στην πραγματικότητα είναι μία εργασία που προέρχεται από ένα σταυροδρόμι επιστημών του ανθρώπου στις οποίες και η ψυχολογία της σημασίας του ονόματος στον ψυχισμό ατόμων και ομάδων, κατέχει σημαντική θέση. Το άρθρο έχει ξαναδημοσιευτεί στο academia.edu)

Το έμβλημα των Mijaks


«Άστο να σε οδηγήσει, μην το οδηγείς, ακολούθησε το»…
Θεόδωρος Τερζόπουλος
                                                                                                 (στα σεμινάρια του στο Θέατρο Άττις, 
Ιούλιος 2016 & Ιούλιος 2017)
Εισαγωγή
Συχνά αισθάνομαι ότι η παραγωγή κάποιου καλλιτεχνικού ή επιστημονικού έργου, προκύπτει από μία διαδικασία η οποία σχεδόν κινείται από μόνη της προς μία κατεύθυνση και η οποία στο τέλος οδηγείται στην παραγωγή του έργου σχεδόν ακούσια από το υποκείμενο-δημιουργό. Λες και κάτι άλλο κινεί τα πράγματα. Κάπως έτσι προκύπτει κι αυτή η εργασία που στηρίζεται σε μία επιτόπια εθνογραφική έρευνα, η οποία και αποτελεί το πρώτο βήμα για την παραγωγή μίας περφόρμανς.  Αυτή η συγκυρία γίνεται αφορμή για την συνάντηση διαφορετικών πεδίων, ενδιαφερόντων και βιωμάτων που προέρχονται τόσο από την ψυχοθεραπευτική-δραματοθεραπευτική πρακτική, όσο από την επαφή μου με την κοινωνική ανθρωπολογία των Βαλκανίων[1], την άσβεστη αγάπη μου για το ταξίδι και την περιπέτεια και τις σπουδές στην τέχνη της επιτέλεσης (performance).
Το θέμα του ονόματος πλανιέται χρόνια στο νου μου, κυρίως λόγω της ενασχόλησής με  γενεογράμματα[2] και αφηγήσεις ζωής, κατά την ψυχοθεραπευτική μου πρακτική, όπου έχω παρατηρήσει την ισχυρή (συμβολο)ποιητική του επίδραση στην δημιουργία της ταυτότητας ενός μέλους της οικογένειας, των ταυτίσεων με συνονόματα πρόσωπα της οικογένειας και την σχέση που τα άλλα μέλη δημιουργούν μαζί του.  Το όνομα συνδέει το υποκείμενο με την ιστορία της οικογένειας, ή (σε περίπτωση που δεν ακολουθείται το παραδοσιακό μοντέλο όπου το παιδί παίρνει το όνομα του παππού ή της γιαγιάς) πραγματώνει κατά κάποιον τρόπο μία επιθυμία-φαντασίωση των γονιών ή του νονού (πνευματικού πατέρα) δίνοντας ίσως κατά αυτόν τον τρόπο και μία αποστολή[3] σε αυτόν που το φέρει. Το όνομα φαίνεται να επιδρά με έναν τόσο υπόγειο τρόπο ώστε η ορθόδοξη (ανάμεσα σε άλλες) εκκλησία έχει θεσπίσει μυστήριο για την ονοματοδοσία και την σύνδεση του υποκειμένου με τον ορθόδοξο κόσμο. Άρα, πέρα από την σύνδεση με την οικογένεια, το όνομα μας συνδέει και με το ευρύτερο συλλογικό, θρησκευτικό αλλά και γλωσσικό-εθνοτικό και για αυτό αποτελεί σημαντικό τόπο μελέτης στην γλωσσολογία. Το όνομα «φωτίζει» κάποιες ιδιότητες κι ενδεχομένως συσκοτίζει άλλες. Η σύνδεση φωτός και ονόματος είναι έκδηλη στην ορθοδοξία[4] κι ο Αη Γιάννης ο Βαπτιστής εορτάζεται τα Φώτα.  
Από το θέατρο, ο Βάλτερ Πούχνερ (2016) μελετώντας την δραματουργία από την περίοδο του κρητικού θεάτρου ως την μεταπολεμική περίοδο επισημαίνει την δηλωτική σημασία του ονόματος αναγνωρίζοντας ότι το όνομα περιέχει κι άλλα σημασιολογικά επίπεδα πέρα από την απλή επωνυμία και ατομική ταυτότητα και καταλήγει στο ότι η ονοματοδοσία των σκηνικών προσώπων αποτελεί μέρος της δραματουργικής στρατηγικής  πρόσθετης πληροφόρησης.
Στην κοινωνική ανθρωπολογία υπάρχουν κάποιες μελέτες πάνω στην δηλωτική σημασία του ονόματος, αλλά οι περισσότερες (π.χ. Vernier 1991, Vom Bruck και Bodenhorn 2006, Kenna 2008) έχουν ως αντικείμενο το προσωπικό όνομα και την σχέση του με την κοινωνική οργάνωση και οικονομία. Ο μελετητής που μάλλον είναι πιο κοντά στο εγχείρημα που επιχειρούμε είναι ο Lazarus (1996) o οποίος αναφέρεται κυρίως σε ονόματα κοινωνικών ομάδων κι όχι μεμονωμένων προσώπων και την πολιτική σημασία αυτής της ονοματοδοσίας. 


Η επιλογή να ασχοληθώ με κάτι που γίνεται σήμερα και μας αφορά απαντά στο θεμελιώδες, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο της περφόρμανς που είναι η σύνδεσή της με την συλλογικότητα. Τα ΜΜΕ διαδίδοντας το μήνυμα και ευαισθητοποιώντας το κοινωνικό σώμα  προσκαλούν τον αρχαιοελληνικό Θεό «Καιρό», την ευκαιρία δηλαδή, ώστε να περάσει το μήνυμα του δημιουργού προς το κοινό την ευνοϊκή χρονική στιγμή. Η επιλογή αυτή αφουγκρασμού της επικαιρότητας πιστεύω ότι ενισχύει την επικοινωνιακή δύναμη της περφόρμανς ως επικοινωνιακού-πολιτικού μέσου ή καλλιτεχνικού είδους.
Έτσι, το βασικό θέμα της επικαιρότητας πριν λίγο καιρό ήταν το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας, τμήματος της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που στην Ελλάδα ονομάζουμε «FYROM», σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο αποκαλείται «Μακεδονία», ενώ φέτος το καλοκαίρι, με την συμφωνία στις Πρέσπες μεταξύ των δύο πρωθυπουργών Τσίπρα και Ζάεφ, «βαφτίστηκε», με στόχο την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, «Βόρεια Μακεδονία» («Severna Makedonija»). Αυτό όμως που τραβά την προσοχή είναι η ένταση των αντιδράσεων από μερίδες του πληθυσμού και των δύο χωρών. Το ζήτημα γίνεται αρκετά περίπλοκο κάθε φορά που εμπλέκεται το ζήτημα της ταυτότητας. «Αν αυτός είναι Μακεδόνας, τότε εγώ ποιος είμαι;» αναρωτιέται μάλλον ο ξεβράκωτος[5], μπροστά στην κάμερα διαδηλωτής, ή ο μασκοφόρος καλόγηρος στην διαδήλωση κατά της συμφωνίας στην Θεσσαλονίκη[6] κι ενδεχομένως κι άλλοι, που αντιμέτωποι με το ψυχωτικό άγχος διάλυσης της ταυτότητας, μπορούν δυνητικά να γίνουν βίαιοι. Μπροστά στον άλλον που αρνούμαι και με τον οποίο ταυτόχρονα ταυτίζομαι, χάνω τα όριά μου, δεν έχω πια περίβλημα…Βρίσκομαι «χαμένος», «ασαφής» και «ομιχλώδης» (Kristeva 1988, σ. 276) Αυτή η βία που στρατεύεται για το θέμα του ονόματος απέναντι στον Άλλον, αφορά τελικά το θέμα της ταυτότητας και της απειλής διάλυσής ή εκφυλισμού της από τον ξένο από τον οποίο έρχονται όλα τα κακά[7]. Η αταξία ή η βρωμιά, κατά τη Douglas (2006, σελ.85-86), συνίσταται στην εισβολή μες στο χώρο της τάξης ενός ξένου στοιχείου, μιας μη προβλεπόμενης διαδικασίας, μιας μη προγραμματισμένης πρακτικής. Αλλά ποιος τελικά σήμερα στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη είναι «καθαρός» μέσα σε αυτή την κινητικότητα και την ομογενοποίηση των πρακτικών που οι νόμοι της αγοράς εισάγουν; Αλλά μήπως ήταν και ποτέ με τόσες μετακινήσεις, πολέμους, μεταναστεύσεις, λιμούς, προσφυγές;
 Έτσι το ζήτημα του ονόματος γίνεται η αρχή του νήματος μίας σειράς σκέψεων που με οδήγησαν στην απόφαση να συναντήσω τον Άλλο και μέσα από αυτόν να ξαναδώ την δική μου ταυτότητα. Αυτή η περιπέτεια οδήγησε σε ένα υλικό, το οποίο θα αξιοποιηθεί αργότερα για να δημιουργηθεί μία περφόρμανς, η οποία στόχο θα έχει κυρίως, να «χειραφετήσει» κατά τον Jacques Rancière (2015,2008) το κοινό, οδηγώντας το σε ερωτήματα [8]. Η επίτευξη αυτού του σκοπού συνεπικουρείται από την αισθητική απόσταση (Kant 1790, Bullough 1912, Landy 1986) της τέχνης της περφόρμανς. Η επικοινωνιακή δύναμη της περφόρμανς έγκειται στην κατασκευή μίας μεθοριακής [9] ζώνης (Van Gennep 1909, Turner 1967) ανάλογης με αυτήν της τελετουργίας μεταβάσεων. Αυτή η μεθόρια ζώνη της ανθρωπολογίας αντιστοιχεί θα λέγαμε με το προσυνειδητό επίπεδο της ψυχανάλυσης, όπου η λογοκρισία υπολειτουργεί [10] και επιτρέπεται η ανάδυση ασυνείδητων περιεχομένων, όσο και τον μεταβατικό χώρο (transitional space) που όρισε ο Winnicott, μέσα στον οποίο το παιχνίδι ή η παιγνιώδης οποιαδήποτε άλλη συνθήκη δημιουργεί δυνατότητες ανάπτυξης και αλλαγής. 
Ο περφόρμερ μπαίνει, όπως κι ο ανθρωπολόγος από τα μέσα του 20ου αι. και μετά, με όλο του το σώμα και το είναι στην περφόρμανς. Αυτή άλλωστε είναι και η μέγιστη λειτουργία της μη ύπαρξης σκηνής, συνθήκης σε πολλές περφόρμανς. Γίνεται συνεπετελεστικός μάρτυρας, σύμφωνα με του όρους του Dwight Conquergood [11].
Εμποτίζεται από το περιβάλλον στο οποίο απευθύνει το καλλιτεχνικό του μήνυμα. Όπως επισημαίνει η Erika Fisher-Lichte (σελ. 38) η περφόρμανς πρέπει να ικανοποιεί ιδιαίτερες συνθήκες "παραγωγής" και "υποδοχής". Υπό αυτή την έννοια αλλάζει κι ο ίδιος ο περφόρμερ μέσα από την διαδικασία. Με αυτήν ακριβώς την πρόθεση ξεκινά κι η περιπέτεια αναζήτησης του Άλλου, και εντέλει του εαυτού, αφού ο άλλος, όπως επισημαίνει ο Freud (1985/1919) είναι το ασυνείδητό μου.  

Η εθνογραφική έρευνα στους Μιγιάκους
  


                                                                                                                                              Desdemona: Am I that name, Iago?                                                                                                           Iago: What name, fair lady?                                                                                                                   Desdemona:Such as she says my lord did say I was  
                                                                          William Shakespeare, Οθέλλος, Πράξη Δ’, Σκηνή 2

Κατέληξα στην περίπτωση των Μιγιάκων για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είχε να κάνει με το όνομά τους: Mijaks, σημαίνει «Καθαροί». Ο δεύτερος πόλος έλξης προς τους Μιγιάκους, ήταν ο χορός τους Teshkoto ή Teškoto[12] που σημαίνει «Σκληρός». Ο χορός αυτός, που συνοδεύεται από νταούλια και ζουρνά, χορεύεται αποκλειστικά από άντρες και χαρακτηρίζεται από μεγάλη βραδύτητα η οποία δίνει σιγά σιγά την θέση της στην ταχύτητα. Απαιτεί πολύ καλή ισορροπία, γερά πόδια και καλό συντονισμό της κίνησης η οποία πρέπει να έχει συνεχή ροή. Τα στοιχεία αυτά του χορού μου θύμισαν πολύ το τάι τσι τσουάν, μία τέχνη που υπηρετώ πολλά χρόνια με πρακτική και συνεχή έρευνα. 
Οι Μιγιάκοι[13] είναι σλαβόφωνοι Χριστιανοί ορθόδοξοι παλαιομοιρολογήτες.  Ο ακριβής τους αριθμός σήμερα ποικίλλει από 30000 ως 60000 άτομα, μία απόκλιση που μάλλον σχετίζεται με την ερήμωση των χωριών από την δεκαετία του 60 και την εισροή του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις, ιδιαίτερα στα Σκόπια.  Τα χωριά τους, βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 1000 μέτρα, στο βουνό Μαύροβο, περιτριγυρισμένα από μεγάλους ποταμούς και δάση.
Ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι συνάντησης με τους Καθαρούς, το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου μία παρέα φίλων από τρεις χώρες (ήμασταν ήδη ένα ανομοιογενές γκρουπ κι άρα όχι και τόσο «καθαρό» ως προς την εθνική μας ταυτότητα) μέσα σε ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο με γαλλικές πινακίδες. Συνολικά ήμασταν τέσσερις ενήλικες και μία έφηβη κόρη 13 ετών. Ένας Ελβετός πολύγλωσσος ταξιδευτής, μία Γαλλίδα δραματοθεραπεύτρια με την κόρη της, μία Ελληνίδα εκπαιδευτικός κι εγώ.
Η έρευνα έγινε στα κυριότερα χωριά των Μιγιάκων, το Λαζαροπόλ, που είναι και το πολυπληθέστερο σήμερα χωριό, το Γκάρι που αποτέλεσε την βάση μας, το Γκαλιτσνίκ, όπου λαμβάνει χώρα και το πιο σημαντικό έθιμο των Μιγιάκων, ο «Γάμος». Γνωρίζαμε με μεγάλη λύπη ότι δεν θα προλαβαίναμε, λόγω εργασιακών υποχρεώσεων, το έθιμο του Γάμου, το οποίο γίνεται το δεύτερο σαββατοκύριακο συνήθως του Ιουλίου, ωστόσο αυτό καθώς κι άλλα κενά με καλούν να ξαναγυρίσω στον τόπο για να συνεχίσω την έρευνα στο μέλλον.
Πηγαίνοντας προς τα χωριά και ρωτώντας στην Οχρίδα και την Στρούγκα για τους Καθαρούς και τα χωριά τους, λαμβάναμε απαντήσεις ότι επρόκειτο για ανθρώπους καλούς, αγνούς και φιλόξενους που σε φωνάζουν στα σπίτια τους να σε κεράσουν αν είσαι ξένος (Dragana, 55 ετών, ιδιοκτήτρια καταστήματος στην Οχρίδα). Στην ερώτηση γιατί λέγονται έτσι, η ίδια, που πηγαίνει συχνά εκδρομή σαββατοκύριακα με τον άντρα της απαντά: Έχουν τον καθαρότερο αέρα, βγάζουν το καλύτερο τυρί και είναι ντρόμπροι[14] άνθρωποι. Στην ίδια ερώτηση στους ίδιους τους Μιγιάκους αργότερα λαμβάνουμε τις εξής απαντήσεις: Κάνανε πάντοτε το καλύτερο τυρί. Δεν βρίσκεις αλλού τέτοια ποιότητα. Οι Μακεδόνες δεν το κάνουν. Επίσης οι Μιγιάκοι έχουν[15] ξεχωριστή ποιότητα. Είναι έξυπνοι άνθρωποι, γρήγοροι άνθρωποι, καθαροί με καθαρή συνείδηση (Spase Sokoloski, 59 ετών, που μας συστήθηκε ως ινδουιστής Μιγιάκος, το βαπτιστικό όνομα του οποίου παραμένει σλαβομακεδονίτικο και σημαίνει «ο επιζήσαντας»).
Τα χωριά των Μιγιάκων βρίσκονται από την δεξιά μεριά (ανατολικά) του ποταμού Radika ενώ από την δυτική όχθη του ποταμού βρίσκονται κυρίως χωριά μουσουλμάνων Μακεδόνων, στην πλειονότητα τους μετανάστες στη Γερμανία, στην Ελβετία ή στα Σκόπια και την Μπίτολα όπως άλλωστε συμβαίνει με το σύνολο του πληθυσμού της περιοχής. Το ποτάμι λοιπόν λειτουργεί ως φυσικό σύνορο που χωρίζει τους μουσουλμάνους από τους χριστιανούς. Τριάντα χιλιόμετρα δυτικότερα βρίσκεται η περιοχή του Κοσόβου κι η Αλβανία. Το δάσος είναι εξαιρετικά πυκνό κι όλοι μας απέτρεψαν να κινηθούμε με τα πόδια βράδυ λόγω του μεγάλου αριθμού αρκούδων κι άλλων άγριων ζώων που υπάρχουν στην περιοχή.
Είχαμε σαν βάση το Γκάρι (Gari) που μάλλον βγαίνει από την λέξη ugare=πάνω κι έχει το ίδιο όνομα με το ποτάμι που περνάει στο χωριό, το πιο καθαρό ποτάμι του κόσμου! όπως είπε αργότερα ο Γεόργι Μαρκόφσκι (Georgi Markovski) (63 ετών) ιδιοκτήτης του ενός από τα δύο ξενοδοχεία που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή. Είναι ιερό το ποτάμι, όπως συμπληρώνει αργότερα ο Vassiliev 80 ετών, χορευτής του Teshkoto.
Πράγματι, η φιλοξενία ήταν άμεση και εγκάρδια και μόλις μας είδαν να φτάνουμε στο χωριό αμέσως μας κάλεσαν σπίτι τους να μας κεράσουν καφέ και πορτοκαλάδα. Οι τρεις άνθρωποι αυτοί, ξεφόρτωναν ακόμη το αυτοκίνητο (μία μερσεντές καινούρια), καθώς μόλις είχαν έρθει κι αυτοί από τα Σκόπια όπου έμενε η μία εξ’ αυτών. Μας έδειξαν με καμάρι το σπίτι το οποίο και ανακαίνιζαν. Οι δύο από τους τρεις ζουν στην Γερμανία και η Danica 70 ετών στην πρωτεύουσα. Αυτή είναι κι η μόνη Μιγιάκη από τους τρεις, ο άλλος ήταν ξάδερφός της Σκοπιανός κι η αδερφή του η οποία μας μεταφράζει σε άψογα Ελληνικά (!) αφού είναι παντρεμένη με Έλληνα στη Γερμανία. Η Danica μας λέει ότι την δεκαετία του 60 άδειασαν τα χωριά. Όλοι πήγαν στις πόλεις, ειδικά στα Σκόπια ή στο εξωτερικό. Πρώτα έφυγαν οι άντρες. Έφτιαξαν την κατάσταση, βρήκαν δουλειές και πήραν και τις γυναίκες.
Όλα τα υποκείμενα της έρευνας, συνολικά δώδεκα άτομα, συμφωνούσαν στο «γιατί έφυγαν από τα χωριά» : «ήταν δύσκολη η ζωή εδώ» «πήγαν να αναζητήσουν καλύτερη ζωή στα Σκόπια», ενώ η Maja 43 ετών είναι η μόνη  που αναφέρει ότι «είχαν ταλαιπωρηθεί πολύ από τις επιδρομές των ληστών Αλβανών κατά την δεκαετία του ‘50».
Μαθαίνουμε ότι οι Μιγιάκοι έμεναν στα πεδινά και κατά τον 15ο αι. σκαρφαλώνουν κυνηγημένοι σχεδόν στο βουνό Μαύροβο, για να φτιάξουν ασφαλή χωριά μπροστά στην απειλή εξισλαμισμού από τους Οθωμανούς. Στην ίδια περιοχή βρίσκεται και το μοναστήρι του Άη Γιάννη Βαπτιστή (Saint Jovan Bigorski), ένα από τα πιο σπουδαιότερα μοναστήρια της χώρας, το οποίο υπάρχει από τον 10ο αι. καταστράφηκε από επιδρομές μωαμεθανών τον 16ο αι. και ξανακατασκευάστηκε τον 17ο αι.  Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι μάλλον το όνομα «Καθαροί», αναφερόταν στην αναλλοίωτη θρησκευτική ταυτότητα που παρά τις δυσκολίες ο συγκεκριμένος πληθυσμός διατηρούσε. Όπως μας πληροφορεί η Elena Lateska (62 ετών) πολλοί αποφάσιζαν εκείνα τα χρόνια να εξισλαμιστούν στην χώρα γιατί είχαν ελαφρύτερους φόρους και περισσότερα προνόμια. Οι Μιγιάκοι αρνήθηκαν αυτή την στρατηγική επιβίωσης και πήραν τα βουνά.
Ο χορός τους, ο Teshkoto είναι ο χορός που αποτυπώνει όλες αυτές τις δυσκολίες των Μιγιάκων και γιαυτό και λέγεται «Σκληρός». Αποτυπώνει τις δυσκολίες των Μιγιάκων κατά την οθωμανική περίοδο (Maja 43, Marko 28). Επειδή δεν μπορούσαν να επιβιώσουν στα χωριά, οι άντρες αναγκάζονταν στη μετανάστευση. Κάθε καλοκαίρι έρχονταν πίσω στα χωριά τους όπου έμεναν δύο το πολύ μήνες. Τότε ζευγάρωναν και με τις γυναίκες τους και παντρεύονταν. Οι γυναίκες είχαν μάθει να προστατεύονται και να οργανώνουν την ζωή τους στα χωριά. Στους Μιγιάκους υπήρχε ο νόμος της ενδογαμίας, Μιγιάκοι παντρεύονταν Μιγιάκους από οποιοδήποτε χωριό. Ο γάμος ήταν λοιπόν το μυστήριο που διατηρούσε αναλλοίωτη την κοινότητα και την διαιώνιζε ως την δεκαετία του ’60. Δίνανε οι άντρες έναν όρκο, (Maja 43 ετών) να επιστρέψουν στο χωριό οπωσδήποτε για το πανηγύρι του πολιούχου Αγίου του χωριού. Κι έτσι και γινόταν. Τελικά επικράτησε το πανηγύρι του Γκαλιτσνικ προς τιμή του Αγίου Πέτρου (12 Ιουλίου). Εκεί γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι. Με τον καιρό έγινε έθιμο. Σήμερα ο γάμος είναι αναπαράσταση. Φέτος μάλιστα αυτή που παρίστανε τη νύφη δεν ανήκε στους Μιγιάκους. Ο Marco μας μιλάει και για ένα άλλο έθιμο της περιοχής: Πηγαίνουμε με τα άλογα στο Λαζαροπόλ. 18 Χιλίομετρα για την γιορτή του Προφήτη Ηλία κάθε 2 Αυγούστου.
Η μεγάλη μετανάστευση της δεκαετίας του 60 σημαίνει ουσιαστικά το τέλος των Μιγιάκων καθώς παύει να ισχύει ο κανόνας της ενδογαμίας,. Ένα εργοστάσιο παραγωγής μαλλιού που υπήρχε στην περιοχή κι έδινε δουλειά σε πολύ κόσμο κλείνει κι αυτό εκείνα τα χρόνια (Μάρκο) Η εγκατάλειψη των χωριών είναι μαζική. Σήμερα, κανένα από τα υποκείμενα που μου έδωσαν συνεντεύξεις δεν ήταν παντρεμένος/η με Μιγιάκο. Αυτή η ρήξη με το παρελθόν χάρη του εκσυγχρονισμού, συμβαίνει στις τελευταίες γενιές. Όπως επισημαίνει ο Foucault (σ. 512-513) ο γάμος πριν τον 19ο αι. συνδεόταν με ένα ολόκληρο σύστημα ανταλλαγής αγαθών. Συνδεόταν σε κάθε περίπτωση με την διατήρηση ή την αλλαγή κοινωνικής θέσης. Συνδεόταν επίσης με την πίεση των μορφών κοινοτικής ζωής, στα χωριά στις ενορίες κλπ. Τελικά στον γάμο εμπλεκόταν ολόκληρη η κοινωνική προσωπικότητα και οι δεσμοί της. Για τον Φουκώ ο γάμος παύει να έχει χρησιμότητα όταν δημιουργείται ένα προελεταριάτο πόλεων και αναπτύσσεται έτσι ένα  είδος εξωγαμιαίας σεξουαλικότητας. Τα τελευταία δύο χρόνια, ο Σύλλογος Μιγιάκων στα Σκόπια δεν έκανε την γιορτή που συνήθιζε να κάνει ετήσια στην πόλη και που είχε ως στόχο την ενδυνάμωση της κοινότητας. Έχει ατονίσει ο σύλλογος, λέει με λύπη η Maja.
Σήμερα οι Μιγιάκοι επιστρέφουν για να φτιάξουν τα σπίτια τους. Ο χορευτής του Teshkoto Pere Nestorofski, 57 ετών, παρουσιάζεται ως «καθαρόαιμος Μιγιάκος». Τον χορό τον έμαθε στο σχολείο του χωριού που πλέον δεν υπάρχει. Η γυναίκα του δεν είναι Μιγιάκη. Ζουν στα Σκόπια και είναι ορθόδοξοι (υπό αυτή την έννοια διατηρούν την καθαρότητα στο θρήσκευμα). Μας καλεί σπίτι του. Είναι ένα ερασιτεχνικό λαογραφικό μουσείο που ο ίδιος έφτιαξε. Μας δείχνει το νταούλι και μας λέει την ιστορία του πως δύο αιώνες πριν το έφτιαξε ο καλύτερος τεχνίτης για τον παππού του. Μας δείχνει τον χορό. Μαγεύομαι για άλλη μία φορά.
Τα χωριά ξαναρχίζουν να ζουν αλλά με άλλους όρους. Φαίνεται ότι ο Άγιος πάλι τους βοηθά αφού μέσα από το έθιμο που γίνεται προς τιμή του έρχεται η τουριστική ανάπτυξη. Χρήματα έρχονται χρόνο με τον χρόνο στο χωριό.  Ο μοναδικός Μιγιάκος που συναντήσαμε να μένει μόνιμα στο Galicnick είναι ο Marco Begric 28 ετών. Αποτελεί την ελπίδα του χωριού. Οι μεγαλύτεροι τον καμαρώνουν. Δεν έχει ακόμη παντρευτεί.  Ασχολείται με τον τουρισμό, οργανώνει πεζοπορίες και ιππασία στα βουνά, έχει ένα εστιατόριο και φτιάχνει έναν ξενώνα για τους τουρίστες που έρχονται κυρίως για το έθιμο του Γάμου. Δεν θέλει να χάσει την ταυτότητα για την οποία είναι περήφανος και παρόλο που αυτοαποκαλείται Μιγιάκος, μας λέει ότι ο πατέρας του πατέρα του ήταν Σέρβος. Μία σημαία Σλοβένικη βρίσκεται δίπλα στην Μακεδονίτικη, αλλά το έμβλημα των Μιγιάκων δεσπόζει στον χώρο. Μου εξηγεί τον συμβολισμό λέγοντας μου: Υπάρχει ένας Θεός για όλους. Ο Ιησούς Χριστός Νικά. Αυτός μας προστατεύει από τους κινδύνους.
Προς την δημιουργία μίας περφόρμανς
Η δημιουργία μίας περφόρμανς βασισμένης στα πρότυπα του εθνοδράματος του Mienczakowski (1995, 2001) είναι ο τελικός προορισμός αυτού του ταξιδιού. Το υλικό που συγκεντρώθηκε αποτελεί πλούσια πήγη έμπνευσης και μπορεί να αξιοποιηθεί για περισσότερες από μία παραγωγές. Η ιδέα της καθαρότητας και η ερώτηση του ποιος είναι σήμερα τελικά καθαρός είναι η πρώτη και βασική ιδέα στην οποία μας οδήγησε το νήμα του ονόματος. Ένα αληθινό περιστατικό δίνει την έμπνευση της αναπαράστασης.  Πρόκειται για την συνάντηση μου με τον Spase στο Gari,  ο οποίος βλέποντας με να προσπαθώ να κάνω τα βήματα του Teshkoto με πλησίασε και μου είπε ότι είμαι ενσάρκωση Μιγιάκου και μάλιστα οχτώ γενιές πριν. Η Ελληνίδα η εμποτισμένη με τις ιδεές της Κίνας και του ται τσι τσουάν, συναντιέται με τον Μακεδόνα ινδουιστή Μιγιάκο. Τόπος συνάντησης: Η γκρίζα ζώνη των συνόρων υπό τον ήχο των διαδηλωτών που έρχεται από τις δύο χώρες. Μία συμβολική δράση που θα τελειώσει αφήνοντας ένα ίχνος για μελλοντικές συναντήσεις, έναν τόπο συνδιαλλαγής. Ίσως δύο καρέκλες την μία απέναντι στην άλλη.  Ωστόσο, η ιδέα αυτή χρειάζεται ακόμη αρκετή δουλειά ακόμη για να μπορέσει να στηθεί μία περφόρμανς με  καλλιτεχνική αρτιότητα που να πετυχαίνει τον στόχο της να δημιουργήσει ερωτήματα και να κλονίσει τις όποιες αρτηριοσκληρωτικές βεβαιότητες που οδηγούν σε φανατισμό. Ελπίζω ο «Καιρός» φέρει τις ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος.  
(Η εργασία αυτή συνοδεύεται από ένα μικρό βίντεο φτιαγμένο από τις φωτογραφίες της εμπειρίας αυτής το οποίο βρίσκεται: https://www.youtube.com/watch?v=hEL0Ypbt_LI&t=5s)








Βιβλιογραφία
Bullough, E., (1912/1989) “Physical distance as a Factor in Art and as Aesthetic Principle”, Aesthetics: A critical Anthology, 2nd Ed. New York: Saint Martin.
Douglas, M., (2006), Καθαρότητα και κίνδυνος: Μια ανάλυση των εννοιών της μιαρότητας και του ταμπού, μτφρ. Α.Χατζούλη, Αθήνα: Πολύτροπον.
Fischer-Lichte, E. (2008/2004), The transformative power of performance, (μτφρ. στα αγγλικά από Saskya Iris Jain), London: Routledge.
Freud, S., (1985/1919), L’inquétante etrangété et autres éssais, μτφρ. από τα γερμανικά: Fernand Cambon. Paris: Gallimard.
Φουκώ, Μ., (2011/1999), Οι μη κανονικοί: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας, 1974-1975, μτφρ. Σ. Σιαμαδούρας, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Kant, I (1790), Critique of Pure Judgement, Blacksburg: Virginia Tech. 91.
Kenna, M., (2008), "Ονοματοδοσία, κληρονομιά, και η μοίρα της ψυχής: σκέψεις για τη συνέχιση και την αλλαγή των συμβολικών πρακτικών σ' ένα κυκλαδίτικο νησί", Ανθρωπολογία και Συμβολισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Εθνολογίας. (διαθέσιμο στις 8/10/2018: https://www.academia.edu/26891472/%CE%9F%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%AF%CE%B1_Onomatodosia_2008_with_missing_pages_1_.pdf)
Kristeva, J. (1988), Etrangers à nous-mêmes, Paris: Gallimard.
Landy, R. (1986), Drama Therapy. Concepts and Practices, New York: Charles C. Thomas.
Lazarus, S. (1996), Anthropologie du nom, Paris : Le Seuil.
Mienczakowski, J., (1995). «The theatre of ethnography: The reconstruction of ethnotheatre with emancipatory potential”, Qualitative Inquiry, 1(3), 360-375.
Mienczakowski, J., (2001). «Ethnodrama: Performed research – limitations and potential”  Handbook of Ethnography, (Eds.) P. Atkinson, A. Coffey, S. Delamont, J. Lofland and L. Lofland. London: Sage Publications (pp. 468-476).
Πούλχνερ, Β. (2016), ««Ονόματα που ομιλούν», η δηλωτική χρήση της ονοματολογίας στην νεοελληνική δραματουργία», Θεάτρου Πόλις, 2, 10-19.
Rancière, J., (2015/2008), O χειραφετημένος θεατής, (μτφρ. Αλέξανδρος Κιοπκιολής), Αθήνα: Εκκρεμές.
Σταύρου, Δ., (2011), «Το δράμα ως δούρειος ίππος» διάλεξη στο συμπόσιο (Επι)κοινωνία της Κρίσης, Ναύπακτος, 22-24 Ιουνίου.
Turner, V., (1967), “Betwixt and between: The liminal Period in Rites of Passage”, The forest of Symbols, Ithaca, New York: Cornell University Press.
Χατζηπροκοπίου, Μ., (2011) “Κρίση και περφόρμανς στον δημόσιο χώρο. Ριζωματικές αντηχήσεις: από την Οαχάκα στην Ελλάδα (Crisis and Performance in Public Space)”, διάλεξη στο συμπόσιο (Επι)κοινωνία της Κρίσης, Ναύπακτος, 22-24 Ιουνίου.
Van Gennep, A., (1909), Les rites de passage, Paris: E. Nourry.
Vernier B., (2001/1991), Η κοινωνική γένεση των αισθημάτων. Πρωτότοκοι και υστερότοκοι στην Κάρπαθο. (μτφρ. Ευγενία Τσελέντη), Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Vom Bruck, G., Bodenhorn, B., (Eds.). (2006). An anthropology of names and naming. Cabridge: Cambridge University Press.
Winnicott, D. (1971), Playing and Reality, London: Tavistock Publications.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[1] Μέσα από το πρόγραμμα του Καλοκαιρινού Σχολείου της Κόνιτσας που διεξάγει το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων πάνω στην Εθνογραφία για τα Βαλκάνια, και το οποίο παρακολούθησα τις χρονιές 2013 & 2014.
[2] Αναπαράσταση της οικογενειακής ιστορίας μέσα από απεικόνιση του οικογενειακού δέντρου.
[3] Και η περίπτωση που το όνομα του παιδιού δίνεται μετά από τάμα προς έναν Άγιο έχει ενδιαφέρον αλλά δυστυχώς δεν έχει ακόμη διερευνηθεί η ενδεχόμενη επίδρασή του στην ζωή του υποκειμένου.
[4] Η σχέση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί και ως έμπνευση στην σκηνική/αισθητική απόδοση μίας μελλοντικής περφόρμανς πάνω στο θέμα του ονόματος.
[5] Το επίθετο «ξεβράκωτος» αναφέρεται στον οπαδό που έχοντας κατεβάσει το παντελόνι του στην φωτογραφία της χρονιάς κατά το tvxs.gr δείχνει τα οπίσθιά του στις κάμερες πλάι σε μασκοφόρο καλόγηρο κατά την διάρκεια διαδήλωσης στην Θεσσαλονίκη στις 8 Σεπτεμβρίου 2018 για την συμφωνία του ονόματος. Το κοινωνικό σώμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιδίδεται επίσης σε τεχνικές περφόρμανς, (ή μήπως σε αυτό που η ψυχανάλυση ονομάζει acting out, εκδραμάτιση) κατά την διάρκεια της άρθρωσης ενός πολιτικού αιτήματος  (βλ. https://tvxs.gr/news/ellada/i-fotografia-tis-xronias-apo-syllalitirio-gia-ti-makedonia)
[7] Άλλωστε, ως γνωστό, όλες οι αρρώστιες έρχονται απ’ έξω, από τον μιαρό άλλο ή τον περιθοριοποιημένο όπως π.χ. το Aids που αποδίδεται στους ομοφυλόφιλους με τρόπο ταυτισιακό.
[8] Για τον Λακάν, το υποκείμενο γεννιέται όταν ρωτάει.
[9] liminal
[10] Με τρόπο ανάλογο η περφόρμανς έχει λειτουργήσει σε πολιτικές κρίσεις όπου η αστυνομία βρίσκεται μουδιασμένη και απορημένη και δεν ξέρει αν πρέπει ή όχι να συλλάβει τον περφόρμερ. Βλ. Χατζηπροκοπίου, Μ. (2011) .
[11] Από τις σημειώσεις προς τους σπουδαστές του προγράμματος του ΕΚΠΑ «Περφόρμανς θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές εφαρμογές» της Ιόλης Ανδρεάδη στο μάθημα: «Η εθνογραφική παρατήρηση ως περφόρμανς», 2018.
[13] Το ίδιο το όνομα Mijaks στην γλώσσα του ακούγεται στα αυτιά μας σαν μία λέξη που είναι κοντά στην μύγα (που και πάλι μας ταξιδεύει στο δίπολο του καθαρού και του βρώμικου, αφού η μύγα πάει ως γνωστόν στις ακαθαρσίες).
[14] Dobro στα σλάβικα σημαίνει καλός, αλλά στην Ελλάδα σημαίνει ειλικρινής, αυτός που τα λέει καθαρά, δεν μασάει τα λόγια του.
[15] Έχει ενδιαφέρον ότι ο συγκεκριμένος Μιγιάκος αναφέρεται στους Μιγιάκους σε τρίτο πληθυντικό και όχι σε πρώτο πληθυντικό, σα να εξαιρεί τον εαυτό του ή όντας αποστασιοποιημένος.