Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Περί Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων: Μέσα από ένα ψυχοκοινωνιολογικό πρίσμα

Όπως θα έχουν παρατηρήσει οι συχνοί επισκέπτες του ιστολογίου, τελευταία ασχολούμαι αρκετά με θέματα εργασιακά. Αυτό προκύπτει από το ότι έχω παρατηρήσει μία αύξηση τα τελευταία χρόνια ψυχικών διαταραχών ή δυσκολιών που σχετίζονται με την εργασία.

Η επιλογή της ψυχολογικής ενασχόλησης με το φαινόμενο του δημοσίου υπαλλήλου στην Ελλάδα (και αποκλειστικά) και στην συγκεκριμένη εποχή σχετίζεται τόσο με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις (μείωση αποδοχών, μείωση προσωπικού, αξιολογήσεις κλπ) όσο και κυρίως με το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα αποτελούν τον δεύτερο εργασιακό πληθυσμό που πάσχει από εργασιακό κάψιμο-burnout-για το οποίο μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες σε προηγούμενο άρθρο.
Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν ότι το εργασιακό κάψιμο αφορά τον Έλληνα δημόσιο υπάλληλο κι όχι εν γένει τους δημοσίους υπαλλήλους άλλων χωρών.

Έτυχε να περάσω κάποιο διάστημα από δημόσιο οργανισμό και είχα την τύχη να έχω και βιωματική εμπειρία της συγκεκριμένης κατάστασης από μέσα.

Σήμερα, αναφέρεται συχνά ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα είναι υπεράριθμοι κι ότι λίγο πολύ αυτοί ευθύνονται για την κρίση στη χώρα. Είναι γνωστή η επικαιρότητα κι έτσι δεν χρειάζεται να αναφερθώ εκτενέστερα σε αυτή. Στην πραγματικότητα, οι δημόσιοι υπάλληλοι άλλων χωρών, όπως στο παράδειγμα των Σκανδιναυικών ευήμερων χωρών, είναι πολύ περισσότεροι, αποτελώντας τη βασική πλειοψηφία του συνόλου των εργαζομένων. Η διαφορά μεταξύ της Ελληνικής περίπτωσης και άλλων είναι ότι φαίνεται πως στην Ελλάδα δεν αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς όφελος της χώρας.

Αυτή η τάση και απαίτηση των μέτρων λιτότητας για εκδιωγμό των υπεραρίθμων δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το αίσθημα του δημοσίου υπαλλήλου-ως κοινωνικού υποκειμένου- ότι είναι άχρηστος και περιττός. Καλείται να επιδείξει, μέσα από τα τεστ αξιολόγησης και άλλα ταπεινωτικά (κατά τη γνώμη μου-κι επειδή γίνονται μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με αυτόν τον τρόπο) μέσα ότι αξίζει τη θέση του για να αποφύγει την αποβολή του ή την έκτρωσή του-αν θέλουμε να προχωρήσουμε λίγο τον συνειρμό.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια ο διορισμός στο δημόσιο υπήρξε το όνειρο κάθε μικροαστικής οικογένειας επειδή επρόκειτο για μία εργασία που είχε ως βασικό της χαρακτηριστικό την ασφάλεια. Μία ασφάλεια που στηριζόταν στο καθεστώς μονιμότητας από τη μια, κι από την άλλη με ένα πλήθος επιδομάτων τα οποία είχαν ως αρχικό στόχο την στήριξη της οικογένειας (βλ. επίδομα γάμου, παιδιού, γονική άδεια κλπ). Το ωράριο εργασίας ήταν λογικό και περιοριζόταν στο ένα τρίτο του ημερήσιου χρόνου (αφήνοντας 8 ώρες ύπνου και 8 ώρες χρόνου εκτός εργασίας που μπορούσε να αφιερωθεί στην οικογένεια ή σε άλλες δραστηριότητες). Έτσι, η αυξημένη αίσθηση ασφάλειας στην εργασία έκανε το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου περιζήτητο για δεκαετίες.
Αυτό φυσικά δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και πολιτικά πρόσωπα που εξαργύρωναν ψήφους τάζοντας θέσεις δημοσίων υπαλλήλων σε οικογένειες ψηφοφόρων σε όλη την Ελλάδα.
Η τάση αυτή έφερε μία μορφή ιδιάζουσας εξάρτησης ανάμεσα στα πολιτικά πρόσωπα και τους δημοσίους υπαλλήλους που στην ουσία έσερναν το αμάξι του κράτους μέσα από τις διάφορες διοικητικές τους θέσεις.

Τα κόμματα ισχυροποιήθηκαν στους κόλπους του δημοσίου και με αυτόν τον τρόπο κάθε συνδικαλιστική κίνηση συσπείρωσης για την διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος καπελώθηκε και αυτοαναιρέθηκε, όπως συνέβη και σε άλλους δημόσιους χώρους, όπως τα πανεπιστήμια.
Το κομματικό κράτος στο δημόσιο και οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ πολιτικών και εργαζόμενων πολιτών σε δημόσιες θέσεις κατάργησε ουσιαστικά την αξιοκρατία κι έτσι, τις ανώτερες ιεραρχικά θέσεις τις κατέλαβαν (και συνεχίζουν να τις καταλαμβάνουν) οι υπάλληλοι που έχουν αποδείξει έμπρακτα την υποστήριξή τους σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, δεν έχουν καμία αξία αυτές οι αξιολογήσεις που επιχειρούνται σήμερα, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση, ακόμη τουλάχιστον, να ληφθούν υπόψη τα αξιοκρατικά κριτήρια παραγκωνίζοντας αυτό το τέρας της πολιτικής εξάρτησης.

Επιτρέψτε μου να καταθέσω κάποιες σκέψεις από την παρατήρησή μου κατά τη δική μου βιωματική εμπειρία στο δημόσιο. Πρέπει να πω, στο σημείο αυτό, ότι η παραμονή μου εκεί δεν είχε ποτέ την πρόθεση της δια παντός παραμονής κι αυτό μου το εξασφάλιζε το καθεστώς συμβάσεων περιορισμένου χρόνου, συνεχίζοντας να εξασκώ νόμιμα το ελεύθερο επάγγελμα ταυτόχρονα. Έτσι, το βλέμμα μου έμοιαζε λίγο με του ανθρωπολόγου, που ενώ συμμετέχει στην επιτόπια έρευνα βιωματικά, δεν παύει να είναι κατά βάθος ξένος κι αυτή η ξενότητα βοηθά στην παρατήρηση-αφού για να συντελεστεί αυτή χρειάζεται ένα μίνιμουμ απόστασης.
Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πώς έμπαιναν στη δουλειά νεαρά άτομα με πτυχία, μεταπτυχιακά και άλλα εργασιακά εφόδια, που μόλις είχαν τελειώσει τις μακροχρόνιες σπουδές τους. Η όρεξη για δουλειά ήταν έκδηλη, τόσο στο ζωντανό βλέμμα τους, όσο και στο σύνολο του σώματος και την όλη συμπεριφορά τους. Μέσα στα περίπου δυόμιση χρόνια που έμεινα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, έβλεπα σταδιακά τη φλόγα τους να σβήνει, τους ρυθμούς τους να χαλαρώνουν και να βουλιάζουν στις καρέκλες των γραφείων με ύφος σχεδόν αδιάφορο.

Τι είναι αυτό που σκοτώνει ψυχικά τους δημοσίους υπαλλήλους, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους;

Μία βασική αιτία είναι η απουσία αξιοκρατίας εξαιτίας του πολιτικοκομματικού εκτρώματος που αναφέραμε πριν. Έτσι, όσο όρεξη και να έχει ένας δημόσιος λειτουργός για δουλειά, όση φιλοδοξία και ενέργεια, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αδικία καθώς η άνοδος και η επαγγελματική εξέλιξη δεν σχετίζεται καθόλου με την ικανότητα και την προσπάθειά του.

Αυτό σταδιακά κάνει το ζωντανό γεμάτο φλόγα νεανικό βλέμμα να σβήνει σιγά σιγά, λόγω της απογοήτευσης, και να δημιουργείται το βλέμμα αγελάδας που τόσο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στα γκισέ διαφόρων δημοσίων οργανισμών.Είναι το βλέμμα των χαμένων προσδοκιών, το βλέμμα των χαμένων ονείρων...

Ένας άλλος λόγος που κάνει τους δημοσίους υπαλλήλους να «καίγονται» εργασιακά, έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι αποφάσεις παίρνονται από πάνω, από τα κομματικά και κυβερνητικά επιτελεία και δεν σχετίζονται-ή σχετίζονται ελάχιστα- με την δημιουργικότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα, εκτελούν εντολές, γίνονται όργανα, αποπροσωποποιούνται και εργαλιοποιούνται.

Βασικός επίσης λόγος ψυχικών προβλημάτων στον δημόσιο υπάλληλο αποτελεί η κακή εικόνα του εργασιακού εαυτού του που έχει ενδοβάλλει. Αυτή σχετίζεται με το σύνολο των κοινωνικών αναπαραστάσεων που διακινούνται στον συνολικό πληθυσμό για τους δημοσίους υπαλλήλους. Βολεψάκηδες, κρατικοδίαιτοι, μπήκαν με βίσμα, υπαλληλίσκοι κι άλλοι τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι θα λέγαμε ενδεικτικοί των κακών κοινωνικών αναπαραστάσεων που υπάρχουν για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Οι ίδιοι, κι αυτό προσωπικά με συγκινεί και με κάνει να αισθάνομαι αλληλέγγυα, αναφέρουν «υπηρεσία» τον δημόσιο οργανισμό στον οποίο δουλεύουν, ενώ συνεχώς αναπαράγουν στις μεταξύ τους κουβέντες τις αρνητικές αναπαραστάσεις που τους αφορούν. Το αίσθημα ματαίωσης τους βάζει σε ένα σκληρό περίβλημα αδιαφορίας. (Γνωρίζουμε ότι η αδιαφορία είναι ένας αμυντικός μηχανισμός όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε μία κατάσταση και πρέπει να την υποστούμε). Χρειάζεται πραγματικά πολύ γερός ψυχισμός για να μείνει κάποιος αλώβητος από μία τέτοια κατάσταση. Και η αδιαφορία τους ανατροφοδοτεί τις κακές αναπαραστάσεις στον πληθυσμό δημιουργώντας έναν αέναο φαύλο κύκλο.

Φαίνεται, ότι οι αναπαραστάσεις των δημοσίων υπαλλήλων σχετίζονται άμεσα με τις αυτές του κράτους. Έτσι,σε περιόδους ευημερίας και κοινωνικής σταθερότητας, φαίνεται να υπάρχουν καλύτερες κοινωνικές αναπαραστάσεις τόσο προς το κράτος όσο και προς τους δημοσίους υπαλλήλους του. Σήμερα, που από τα χειροκροτήματα και τα κόκκινα χαλιά που στρώνονταν στους πολιτικούς περάσαμε στις μούντζες και τα γιαουρτώματα, δεν θα μπορούσαν οι δημόσιοι υπάλληλοι να μείνουν αλώβητοι.
Το πρόβλημα είναι διπλό, καθώς βάλλονται τόσο από τον πληθυσμό, όσο και από την ίδια την εξουσία, με αποτέλεσμα οι δημόσιοι υπάλληλοι σήμερα να γίνονται το εξιλαστήριο θύμα της ελληνικής κρίσης.

Σαφώς, δεν υπάρχει δουλειά χωρίς απολύτως κανένα πρόβλημα ή κάποια αγγαρεία. Έτσι, η επιλογή κάποιου να γίνει δημόσιος υπάλληλος (όταν ακόμη γινόταν-πριν σταματήσουν οι προσλήψεις λόγω κρίσης) σχετιζόταν με το πρόταγμα της ασφάλειας. Αν λοιπόν κάποιος αποφάσιζε να γίνει δημόσιος υπάλληλος, θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με την κατάθλιψη (το εργασιακό κάψιμο, είναι μία μορφή κατάθλιψης) εξαιτίας όλων των προηγούμενων, ενώ στο ελεύθερο επάγγελμα θα πρέπει κάποιος να μάθει να ζει με το άγχος-που σχετίζεται με την απουσία αυτής της ασφάλειας.

Δύσκολα αποφασίζει κάποιος που έχει ως πρόταγμα την ασφάλεια να αφήσει μία θέση στο δημόσιο, όσο και να τον βλάπτει προσωπικά, επαγγελματικά, οικογενειακά, για να βγει προς το άγνωστο. Έτσι η αρχική τόσο πολυπόθητη θέση στο δημόσιο γίνεται σταδιακά μία αναπηρική καρέκλα από την οποία δύσκολα κάποιος σηκώνεται. Η ματαίωση στον εργασιακό χώρο δεν μένει εκεί. Απλώνεται στο σύνολο του βίου και το υποκείμενο αισθάνεται ότι δεν ασκεί κανέναν έλεγχο στο περιβάλλον του, παρά κινείται ακούσια ως ένα κούτσουρο σ’ έναν χείμμαρο.

Ο σκοπός του άρθρου αυτού έχει να κάνει με την ευαισθητοποίηση του γενικού πληθυσμού που ταλαιπωρείται στις δημόσιες υπηρεσίες από καμμένους δημοσίους υπαλλήλους. Φαίνονται αδιάφοροι, αλλαζόνες και ευθυνόφοβοι. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι ζούμε δυστυχώς σε ένα σύστημα που καίει τους λειτουργούς του.

Η πολυπόθητη παραγωγικότητα δεν επιτυγχάνεται με αξιολογήσεις-προφάσεις της εκάστοτε πολιτικοκομματικής εξουσίας, αλλά με δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του δημοσίου και αξιοποίησης ( και όχι μείωσης) του ανθρώπινου δυναμικού του παρέχοντας του σεβασμό και κίνητρα.

Ποια όμως εξουσία θα έχει το θάρρος να αντιπαλέψει τον εαυτό της; Ίσως όμως αναγκαστεί να το κάνει εν όψει της συνολικής κατάρρευσης εξαιτίας της κρίσης, μιας κρίσης που δεν θα αφήσει στο απυρόβλητο και την ίδια.