Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012
O πολιτισμός πατρίδα και μήτρα της ψυχικής ασθένειας
Οι έννοιες της ψυχικής ασθένειας, ως έλλειψης σθένους, καθώς και αυτή της αρρώστιας, ως έλλειψης ρώμης, συνδέονται με την ιατρικοποίηση της ψυχικής δυσκολίας σήμερα, όμως, αν ανατρέξουμε στις ετυμολογίες τους μας δίνεται η δυνατότητα για παραγωγή και νέων συνειρμών και αναπαραστάσεων.
Αν και η ψυχανάλυση έχει κατηγορηθεί από πολλούς, ως μία μέθοδος κλεισμένη στο ατομικό, ο ίδιος ο εμπνευστής της καταλήγει, ιδιαίτερα, προς τα τέλη της ζωής του να γράφει ψυχαναλυτικά κείμενα με ξεκάθαρα κοινωνικό χαρακτήρα, όπως το «Τοτέμ και Ταμπού», ο «Πολιτισμός πηγή δυστυχίας», «Ο Μωυσής και ο Μονοθεϊσμός» κείμενα που σχετίζονται με τις κοινωνικές επιστήμες όπως είναι η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία και η θρησκειολογία.
Το νορμάλ και το μη νορμάλ δεν καθορίζεται παρά μόνο στατιστικά μέσω της περίφημης καμπύλης του Gauss. Όποιοι βρίσκονται κοντά στο κέντρο της θεωρούνται νορμάλ-δηλαδή υπόκεινται σε μία κανονικότητα βασισμένη από την πλειοψηφία-ενώ όσοι παρεκλίνουν από το κέντρο παρεκλίνουν και από το κανονικό.
Ο Φρόυντ κατάφερε κι έφτιαξε μία από τις πιο ευφυείς θεωρίες της ανθρωπότητας δουλεύοντας κλινικά με ασθενείς της Βιέννης των μέσων του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ένα συγκεκριμένο προφίλ, ήταν κυρίως γυναίκες αστικής τάξης που ενδιαφέρονταν για τη γνώση. Πολλές από αυτές ήταν εβραίες, όπως και ο ίδιος ο Φρόυντ. Αντίθετα, ελάχιστες Αυστριακές γυναίκες των ανώτερων στρωμάτων ενδιαφέρθηκαν για την ψυχανάλυση, καθώς ήταν αρκετά απασχολημένες με άλλες κοσμικές δραστηριότητες και καθήκοντα και μέσα στην κουλτούρα τους δεν υπήρχε το πρόταγμα της μόρφωσης και της γνώσης, όπως συμβαίνει στην εβραϊκή κουλτούρα.
Η ιστορικοκοινωνική περίοδος του Φρόυντ ήταν η εποχή της νεύρωσης.
Η νεύρωση εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μίας σύγκρουσης ανάμεσα στην ενορμητική επιθυμία (Αυτό) και το εσωτερικευμένο σύστημα κανόνων (Υπερεγώ). Έτσι, σε κάθε περίοδο, ή ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον, που το υπερεγώ γίνεται περισσότερο αυστηρό έχουμε την εμφάνιση των νευρώσεων. Θα μου πείτε και πού βρίσκεται ο ρόλος της οικογένειας, για τον οποίο κάνουμε τόσο λόγο οι Ψ.; Η οικογένεια είναι ο βασικότερος θεσμός των κοινωνικών προταγμάτων και εκφράζει αυτό που χαρακτηρίζει την κάθε ιστορική περίοδο και τον κάθε πολιτισμό ως φορέας. Το έργο της συμπληρώνεται από άλλους θεσμούς, όπως είναι το σχολείο, η εκκλησία κλπ.
Με την σεξουαλική απελευθέρωση του Μάη του ’68, την εμφάνιση του χαπιού και τον έλεγχο των γεννήσεων, η σεξουαλικότητα απενοχοποιήθηκε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην ικανοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας και στους εσωτερικευμένους κανόνες ελαττώθηκε, έως εξαφανίστηκε και αυτό είχε ως συνέπεια την μείωση των νευρώσεων στο γενικό πληθυσμό της Ευρώπης.
Σήμερα, έχουμε μεγάλη αύξηση ναρκισσιστικών διαταραχών, που φυσικά κι αυτές σχετίζονται με την εποχή. Μία εποχή που δίνει μεγάλη έμφαση στο άτομο και όχι στη συλλογικότητα, που χρειάζεται καταναλωτές, που δίνει προτεραιότητα στο εφήμερο και όχι στο διαρκές...Η αύξηση των διαζυγίων αλλά και το εφήμερο των σχέσεων ανήκουν σε αυτή τη σφαίρα. Ο ατομικός καθρέφτης γίνεται περισσότερο πολύτιμος σήμερα από το πρόσωπο του άλλου. Βυθισμένοι σε μία ψευδονιρβάνα αυτάρκειας και αυτονομίας, κάθε δεσμός εμπεριέχει στοιχεία επικίνδυνα για την διατάραξη αυτής της ισορροπίας.
Στις μέρες μας, η μοναξιά είναι ίσως το πιο συχνό ψυχικό χαρακτηριστικό στον δυτικό άνθρωπο της πόλης. Μία μοναξιά που σχετίζεται με τη ρήξη από τον κοινωνικό ιστό, και άλλοτε βιώνεται απειλητικά ενώ άλλοτε αναζητείται ως ιδεώδες. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι άλλοι παύουν να υφίστανται ως υποκείμενα. Εργαλιοποιούνται και γίνονται χρηστικά αντικείμενα, εξαρτήματα τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να αντικαταστήσει. Στην πραγματικότητα όμως, η εργαλιοποίηση έχει συμβεί στο ίδιο το υποκείμενο πρωτίστως.
Έτσι, όταν κάποιος έχει παραδείγματος χάρη αϋπνία, θα καταφύγει σε ένα χάπι και θα προκαλέσει τεχνητά τον ύπνο, έναν ύπνο στερημένο από όνειρα (τα υπνωτικά μειώνουν δραστικά την παραγωγή ονείρων), προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει καλά την επόμενη μέρα ως μηχανή στο εργοστάσιο παραγωγικότητας.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη φετιχοποίηση του έρωτα. Ο έρωτας για τον έρωτα κι όχι για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτός ο έρωτας, ο ερωτευμένος με τον εαυτό του, έχει να κάνει με ένα ατομικό ιδεώδες, με μία φαντασίωση περισσότερο παρά με την πραγματικότητα του αντικειμένου. Ως τέτοιος, έχει ημερομηνία λήξης και βέβαια εκεί επέρχεται η αντικατάσταση του αντικειμένου.
Το σεξ επίσης έχει αποσυνδεθεί από τον έρωτα, αφού ο άλλος έχει αποπροσωποποιηθεί. Όπως και το φαγητό, στα φαστ φουντ, έτσι και το σεξ έχει ως στόχο όλο και περισσότερο την κάλυψη της βιολογικής ανάγκης κι όχι την ερωτική ένωση. Αποκομμένο από την τρυφερότητα, με ένα σώμα που λειτουργεί τμηματικά-με έμφαση στα αναπαραγωγικά όργανά του-συμπληρώνει το σκληρό περίβλημα του ναρκίσσου και τον προφυλάσσει από τον κίνδυνο της συν-ουσίας, δηλαδή της συγχωνευτικής ερωτικής εμπερίας-με τον άλλο. Ενώ το σεξ δεν απαιτεί παρά μόνο την ενόρμηση, ο έρωτας περιλαμβάνει και την επιθυμία για τον συγκεκριμένο άλλο.
Η αποερωτικοποίηση είναι το χαρακτηριστικό του σημερινού ναρκισσιστικού και ατομικιστικού κόσμου. Χάρην ενός ιδεώδους αυτάρκειας και ψευδοαυτονομίας, καταργείται η επιθυμία και αντικαθίσταται από ψευδοανάγκες. Η ποσότητα προηγείται της ποιότητας και το ζητούμενο γίνεται η κατανάλωση.
Η εικόνα και η επιφάνεια αναδεικνύονται πιο ισχυρές από το ουσιώδες και περιεχόμενο, το έχειν αντικαθιστά το είναι. Μέσα σε αυτό το κλίμα, έχουμε δραματική αύξηση των διαταραχών που έχουν να κάνουν με τη λήψη κάποιας ουσίας-ως αντικατάσταση της απούσας ουσίας-νοήματος-που μπορεί να είναι αλκοόλ, τοξικές ουσίες ή η σχέση με το φαγητό.
Ας δούμε την ανορεξία, μία διαταραχή που εμφανίζεται στην κοινωνία της αφθονίας, ενώ δεν υπάρχει ούτε για δείγμα σε φτωχειές περιοχές ή περιόδους, όπως σημερινά αφρικανικά κράτη. Η λατρεία της εικόνας αλλά και η ενσωμάτωση του προτύπου του μοντέλου της πασαρέλας-ως μοντέλο που προτάσσει η εποχή-και η ενσάρκωσή του από το έφηβο κορίτσι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόλυτης σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στο κοινωνικό και το ατομικό, μίας σχέσης που διαμεσολαβείται από την οικογένεια-φορέα.Η ανορεξία, αλλά και πάρα πολλές διαταραχές, θα μπορούσαν να αποτελούν το παράδοξο της συνύπαρξης τόσο της συμμόρφωσης με το κοινωνικό πρόταγμα όσο και της ανταρσίας του υποκειμένου σε αυτό.
Σήμερα με την κρίση που ζούμε στην Ελλάδα, έχουμε μεγάλη έξαρση καταθλίψεων και αγχωδών διαταραχών. Η στρατηγική ενοχοποίησης του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τον φόβο που απλόχερα προσφέρουν τα MME έχουν κυρίως δύο ψυχικά αποτελέσματα: Το πρώτο έχει να κάνει με την στροφή της επιθετικότητας προς το ίδιο το υποκείμενο (αφού «φταίει»). Η επιθετικότητα που δεν βρίσκει άλλους τρόπους να εκφραστεί και παραμένει ενδογενής ή στρέφεται προς το υποκείμενο, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κατάθλιψη, γιαυτό και το καταθλιμμένο υποκείμενο αυτοκατηγορείται και έχει χαμηλή εικόνα εαυτού. Το δεύτερο αποτέλεσμα της παραγωγής φόβου, διακινεί τον φόβο για το άγνωστο που συνδέεται με τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Το άγχος άλλωστε σχετίζεται άμεσα με μία αναμενόμενη φαντασιακή καταστροφή που έχει να κάνει με το μέλλον, σε αντίθεση με την κατάθλιψη που σχετίζεται με μία φαντασιακή, ή πραγματική, καταστροφή που συνέβη στο παρελθόν.
Η οικονομική πίεση φέρει και μία ψυχική πίεση στο σημερινό κοινωνικό υποκείμενο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εδώ ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε την σύνδεση της λέξης άγχος με το αρχ. ρήμα «άγχω» (=πιέζω, πνίγω) αλλά και την αγχόνη και να σκεφτούμε την σχέση: Πίεσης-πνιξίματος-άγχους.
Αν θέλουμε να τολμήσουμε μία μελλοντική πρόγνωση για την ασθένεια του μέλλοντος, αυτή μάλλον θα έχει να κάνει με το αποτέλεσμα του ανθρώπου-υβριδίου που κατασκευάζεται μέσω της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας. Η μεταλλαγμένη τροφή (που έχει φτάσει στο 90% της συνολικής παραγωγής τροφής στον πλανήτη), ο αέρας που καλύπτεται με ένα σωρό χημικά από πειραματισμούς για το κλίμα και όχι μόνο, η λήψη φαρμάκων ακόμη και για φυσιολογικές λειτουργίες (όπως είναι το πένθος, η ρύθμιση του ύπνου, το αδυνάτισμα κλπ) κατασκευάζουν ένα νέο είδος ανθρώπου που δεν έχουμε ως σήμερα ξαναδεί.
Από την άλλη, όσοι ρυθμίζουν αυτή την οικονομία εξάρτησης και μετάλλαξης της ανθρώπινης παγκόσμιας κοινότητας δεν μπορεί παρά να διακατέχονται από διαστροφή, δηλαδή από την φροϋδική αρχή του θανάτου, και για περισσότερα σε σχέση με το θέμα αυτό μπορεί κανείς να ανατρέξει σε προηγούμενο άρθρο του ιστολογίου: «Εξουσία και διαστροφή» .
Βέβαια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον κι έτσι δεν μπορούμε με σιγουριά να κάνουμε τέτοιες προγνώσεις αφού οι κοινωνίες λειτουργούν συχνά με τρόπο ανεξέλεγκτο εξαιτίας της πολυσυνθετότητάς τους.
Τέλος, νομίζω ότι όσοι ασκούμε κλινική, δεν μπορούμε να αφήνουμε απ’έξω το κοινωνικό. Κι αυτό γιατί παρόλο που είναι ο βασικός γενεσιουργός παράγοντας των κοινωνικών και ατομικών συμπτωμάτων, όταν δεν τον αναγνωρίζουμε γινόμαστε φορείς της επικρατούσας άποψης που έχει ως στόχο την κανονικοποίηση του υποκειμένου μέσω της συμμόρφωσης σε μία νορμάλ κατάσταση που ενδέχεται, σε πολλές εκφάνσεις της, να είναι στρεβλή, δηλαδή, να αντιτίθεται στις αρχές της ζωής. Η κλινική παρέμβαση πρέπει να ακροβατεί στα όρια του κοινωνικού και του ατομικού και να μην δίνει μεγαλύτερη έμφαση μόνο στο ένα από τα δυο, αλλά να τα συμπεριλαμβάνει.