Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Θεραπεύοντας την κατάθλιψη με τη δραματοθεραπευτική μέθοδο



Η κατάθλιψη είναι μία ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συνεχή θλίψη, ή πάγωμα των συναισθημάτων, δυσκολίες στον ύπνο, διαταραχές στη διατροφή (περισσότερη ή λιγότερη λήψη τροφής), κόπωση, απώλεια ενδιαφέροντος, απώλεια επιθυμίας, σεξουαλική έκπτωση ή πλήρης αποχή, αποφυγή κοινωνικότητας και απόσυρση. Στην κλασική της μορφή η κατάθλιψη περιλαμβάνει και συναισθήματα ενοχής και αυτοκατηγορίες. Ο καταθλιμμένος δυσκολεύεται να αποχωριστεί το κρεβάτι του γιατί δεν βρίσκει κάποιο λόγο για να σηκωθεί και να ξεκινήσει η μέρα του.   Η ζωή του φαίνεται γκρίζα και ανούσια. Μπορεί να αισθάνεται συχνά εκνευρισμό και ευερεθιστότητα. Δεν είναι σπάνια η συχνή χρήση αλκοόλ ή και άλλων ουσιών.  Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν ιδέες αυτοκτονίας και ενίοτε πραγματοποιούνται.

Η κατάθλιψη μοιάζει σαν ένα πένθος για μία καταστροφή που έχει συμβεί στο παρελθόν. Όμως διαφέρει από τη θλίψη του πένθους, που είναι μία φυσιολογική λειτουργία του ψυχισμού και που χρειάζεται ώστε να συντελεστεί ο αποχωρισμός από το απωλεσθέν αντικείμενο (άνθρωπο, ή κατάσταση).  Το φυσιολογικό πένθος, καθώς περνάει ο καιρός από την στιγμή της απώλειας, σιγά σιγά υποχωρεί και παύει να υπάρχει. Σε μεγάλες απώλειες (θάνατοι, διαζύγια κλπ) το πένθος μαλακώνει κυρίως μετά τον πρώτο χρόνο.  Σε περίπτωση που η θλίψη από ένα πένθος παραμένει αμείωτη μετά τον ένα χρόνο, τότε μπορεί να μετατραπεί σε κατάθλιψη.

Ο στόχος της ψυχολογικής παρέμβασης διαφέρει στις δύο περιπτώσεις. Στην περίπτωση της θλίψης από πένθος δίνουμε περισσότερη έμφαση στην στήριξη, ενώ στην κατάθλιψη μαζί με την στήριξη στόχος είναι η θεραπεία.

Η κατάθλιψη είναι η πιο συχνή ασθένεια στον σύγχρονο κόσμο με ανησυχητικά αυξητικές τάσεις. Συνήθως οι περισσότεροι βιώνουν κάποια περίοδο με αυτά τα συμπτώματα, αλλά είναι περαστική. Πιο ευάλωτα ηλικιακά είναι τα άτομα που βρίσκονται σε ηλικία ή σε φάση μετάβασης (π.χ. εφηβεία, εμμηνόπαυση, τοκετός) ενώ είναι σε πολύ ψηλά ποσοστά στην τρίτη ηλικία. Από τα δύο φύλα πιο ευάλωτες είναι οι γυναίκες.

Έτσι, η βασική αφορμή της είναι η αλλαγή της ζωής από κάποιο περιστατικό ή γεγονός.
 Γι αυτό και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι δείκτες της κατάθλιψης ανεβαίνουν, καθώς επέρχονται αλλαγές στον οικονομικό προγραμματισμό, αυξάνεται η απειλή απώλειας της εργασίας και η ανασφάλεια για το μέλλον.

Αιτίες της κατάθλιψης μπορούν να είναι τα κακά παιδικά χρόνια, μία καταθλιπτική μητέρα (ή πατέρας-ιδιαίτερα όταν ο πάσχων είναι άντρας), ένα μη επαρκώς επεξεργασμένο πένθος, μία πολύ αυταρχική ανατροφή, η μη αποδοχή του συνόλου της προσωπικότητας από τους γονείς, σωματικές τιμωρίες κατά την παιδική ηλικία,  η κακή διαχείριση της επιθετικότητας  και η μετατροπή της σε ενοχή, αποτυχίες που μεγενθύνονται, εξιδανικεύσεις από μία υπερβολικά ρομαντική αντίληψη του κόσμου και του εαυτού...

Υπάρχει η καθαρή μορφή της, όπως δηλαδή την περιγράψαμε, ή η μεικτή μορφή στην οποία εναλλάσσονται περίοδοι μανίας και κατάθλιψης. Η μανία είναι η φάση υπερδραστηριότητας, ψευδοευφορίας, όπου συχνά ο έλεγχος απουσιάζει και το άτομο μπορεί να εκδηλώσει επικίνδυνες για τον εαυτό του συμπεριφορές.  Αυτή η μεικτή μορφή κατάθλιψης ονομάζεται διπολικότητα, καθώς το θυμικό εκφράζεται μέσα από δύο πόλους, την απόλυτη θλίψη ή την υπερβολή ευφορίας. Η διπολική διαταραχή έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την κυκλοθυμία, ενώ οι σχέσεις του διπολικού δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο.

 Ο καταθλιμμένος νοιώθει απελπισία, απογοήτευση και το αίσθημα ότι είναι αβοήθητος. Όμως και ελπίδα υπάρχει και αλλαγή μπορεί να συμβεί εφόσον αποφασίσει να ζητήσει βοήθεια. Καθώς η κατάθλιψη επηρεάζει όλες τις πτυχές της ζωής αλλά και τις σχέσεις και χρειάζεται οπωσδήποτε θεραπεία.

Κατά τη χορήγηση του Rorschach σε καταθλιπτικούς βλέπουμε να υπάρχει μία φτώχεια σε ιδέες και μία διανοητική έκπτωση, που όταν αντιμετωπιστεί η κατάθλιψη θεραπευτικά βλέπουμε να βελτιώνονται σημαντικά και αυτές οι λειτουργίες.

Η ζωή φαντάζει ανούσια. Η απαισιοδοξία καταργεί κάθε όνειρο για το μέλλον. Η κατάθλιψη λοιπόν, καταλήγει στο να ακινητοποιεί τον άνθρωπο που παύει να έχει  βούληση και την ενέργεια που απαιτείται για να κάνει πράγματα που έκανε στο παρελθόν ή να οργανώσει νέα σχέδια. Μοιάζει με μία άνευ όρων παράδοση, ένα βούλιαγμα στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του καταθλιπτικού είναι η επαφή με το κενό. Το κενό που ως άδειο μας βάζει μπροστά στη λογική της απουσίας και της έλλειψης. Το κενό μοιάζει με μαύρη τρύπα του σύμπαντος που ρουφάει τα πάντα εξαφανίζοντας το νόημά τους. Τελικά, το χειρότερο, ίσως, που φαίνεται να συμβαίνει στην κατάθλιψη είναι αυτό το κενό της το οποίο αφορά στην απουσία του νοήματος αλλά και της αναπαράστασης. Καθώς η αναπαραστασιακή ικανότητα διολισθαίνει, επηρεάζεται  γενικότερα η νοητική λειτουργία.

Η δραματοθεραπευτική μέθοδος έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στους καταθλιπτικούς.

Καταρχήν, πολλές από τις τεχνικές της μεθόδου, ιδιαίτερα αυτές που τις αποκαλούμε «ζέσταμα» στην περίπτωση της ομαδικής μορφής της μεθόδου, στηρίζονται στη χρήση του παιχνιδιού. Το παιχνίδι εκτός από το γεγονός ότι αναπτύσσει ικανότητες και προκαλεί την αφύπνιση πολλών λειτουργιών του οργανισμού (προσοχή, ισορροπία, επινοητικότητα, συγκέντρωση κλπ) προκαλεί αισθήματα ευεξίας σ’αυτόν που παίζει. Για το λόγο αυτό, αν παρατηρήσουμε τα παιδιά, ποτέ δεν είναι λυπημένα την ώρα που είναι συνεπαρμένα από το παιχνίδι. Βεβαίως τα παιχνίδια που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των ενηλίκων είναι προσαρμοσμένα για αυτή την ηλικιακή κατηγορία.

Καθώς  η μέθοδος έχει ως μέσο τη συμβολική δράση προτρέπει στην κινητοποίηση τόσο του σώματος όσο και της συμβολικής λειτουργίας του καταθλιμμένου. Στο τέλος κάθε συνεδρίας υπάρχει η επένδυση του λόγου όπου ό,τι έχει βιωθεί αποκοδικωποιείται, υφίσταται σε αναστοχασμό και αποκαλύπτονται ασυνείδητα ως εκείνη τη στιγμή ψυχικά περιεχόμενα.

Οι δράσεις που προτείνονται πάντα προσαρμόζονται στην ειδική περίπτωση του καθένα. Έτσι, δεν ξεκινάμε ποτέ με έντονες δραστηριότητες στις πρώτες συνεδρίες, ούτε με τεχνικές που αναφέρονται σε ανοίκειες συμπεριφορές για τον θεραπευόμενο. Ξεκινούμε με δράσεις που είναι περισσότερο οικείες και σιγά σιγά προχωρούμε σε αυτές που είναι λιγότερο, καθώς αναπτύσσεται η εμπιστοσύνη στο πλαίσιο και τον θεραπευτή αλλά και εξοικείωση με τη μέθοδο. Στόχος είναι να καλύψουν οι δράσεις όλα τα επίπεδα έκφρασης του ατόμου, ή της ομάδας. Μέσω της έκφρασης θα βρουν έξοδο τα τοξικά συναισθήματα της ενοχής, του θυμού, της θλίψης, της απογοήτευσης και της απελπισίας που στον καταθλιπτικό είναι στραμένα προς τον εαυτό. Μέσω της έκφρασης επιτρέπεται μία οξυγόνωση που φέρει άμεσα ανακούφιση.

Το ψυχικό κενό σταδιακά γεμίζει από το νόημα που προσφέρουν οι συμβολικές πράξεις.

Η δραματοθεραπεία κατορθώνει να επανορθώσει πολύ γρήγορα το αναπαραστασιακό κενό της κατάθλιψης, καθώς δουλεύει σε πολλαπλά σημασιολογικά επίπεδα, σε αντίθεση με πολλές άλλες θεραπείες. Η ταχύτητα της θεραπείας έγκειται στο ότι προστίθεται ένα ακόμη επίπεδο ανάλυσης, αυτό της δράσης. Η δράση ,συνέπεια της κάθε δραματοθεραπευτικής τεχνικής, μας (θεραπευτή και θεραπευόμενο) φέρνει μπροστά σε έναν θησαυρό νοήματος κάθε φορά.  Η κίνηση του σώματος, ο τρόπος επίλυσης ενός προβλήματος, η ευκολία ή δυσκολία που αισθάνθηκε πράττοντας, η φωνή, το περιεχόμενο του λόγου, οι εικόνες που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα κατασκευής ενός σκηνικού, ο επιλεγμένος φωτισμός, το επιλεγμένο κοστούμι, ο χρόνος της δράσης, η κατασκευή του συγκεκριμένου σεναρίου, η σκηνοθεσία κι άλλα ακόμη φαινομενολογικά στοιχεία φωτίζονται και αργότερα, μετά το πέρας της πράξης  επενδύονται ερμηνευτικά από το ίδιο το άτομο-ή την ομάδα, αν πρόκειται για ομαδική θεραπεία με τη βοήθεια του θεραπευτή.

Καθετί που λέγεται σε μία συνεδρία, αλλά και που γίνεται εντός ή εκτός σκηνής είναι σημαντικά. Κι ως τέτοια είναι φορείς νοήματος.

Η μεταφορά που είναι η κινητήριος δύναμη της δραματοθεραπευτικής μεθόδου κατορθώνει να δημιουργεί συνδέσεις και συνθέσεις. Η μεταφορά  ως μηχανισμός, κινεί, συγκινεί, μετακινεί μεταφέρει και οδηγεί τελικά στην αλλαγή.  Αυτό επιφέρει την αποκατάσταση της συνειρμικής  σκέψης που έχει διαταραχθεί στον καταθλιμένο.

Η συνειρμική σκέψη, η δημιουργία δηλαδή αλυσιδωτών αναπαραστάσεων που συνδέονται μεταξύ τους, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να εξέλθει κανείς από την κατάθλιψη. Κι αυτό γιατί η κατάθλιψη εξασθενεί την ικανότητα του να δει κάποιος ένα πρόβλημά του μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μία απαισιόδοξη ιδέα λειτουργεί εγκλωβιστικά και εμποδίζει τόσο από την ανεύρεση λύσεων, όσο και από την προοπτική βελτίωσης της κατάστασης.

Τα παιχνίδια ρόλων, μία βασική τεχνική της δραματοθεραπευτικής μεθόδου, καλούν τον καταθλιμμένο να μπει σε άλλο ρόλο, έξω από τον εαυτό του.  Αυτό έχει ως συνέπεια τόσο την αποστασιοποίηση από την υποκείμενη θέση του, όσο και την σταδιακή ανάπτυξη της ενσυναίσθησης (αφού μπαίνει στα παπούτσια κάποιου άλλου, μιλάει σαν να ήταν εκείνος, συν-αισθάνεται πώς θα μπορούσε να νοιώθει εκείνος). Οδηγούμαστε δηλαδή στην μετατροπή ενός άκαμπτου ψυχισμού που πάσχει και είναι ευάλωτος, σε μία κατάσταση μεγαλύτερης ευλυγισίας και άρα ανθεκτικότητας.

Η δραματοθεραπευτική μέθοδος παρέχει μία πληθώρα ερεθισμάτων. Η κατάθλιψη, ιδιαίτερα η γεροντική, μπορεί να επέλθει ακριβώς κι από την ανεπάρκεια ερεθισμάτων-καθώς αυτή επιφέρει αδρανοποίηση των νευρώνων. Με τα ποικίλλα αισθητηριακά ερεθίσματα ενεργούμε ακριβώς στο ξύπνημα του οργανισμού, στην αναζωογόνησή του.

Δουλεύοντας δραματοθεραπευτικά με καταθλημμένους, βλέπουμε σταδιακά να εμφανίζονται κι άλλα συναισθήματα που τα έχει κουκουλώσει η κυριαρχία της θλίψης. Τέτοια είναι ο θυμός, που έχει στραφεί προς εαυτόν, αλλά και ο φόβος-από τον οποίο φαίνεται η κατάθλιψη να έρχεται συχνά ως άμυνα αφού παραλύει τον άνθρωπο και τον αναγκάζει να μένει μακριά από καταστάσεις που προκαλούν φόβο. Αφού γίνει η αναγνώριση αυτών των κουκουλωμένων συναισθημάτων αρχίζει η επεξεργασία τους προκειμένου να αντιμετωπιστούν.

Στη δραματοθεραπεία, πέρα από την αφύπνιση του φαντασιακού, αφυπνίζεται και η πρακτική λειτουργικότητα. Τα χέρια δουλεύουν, κατασκευάζουν. Πρέπει να λυθούν διάφορα μικροπροβλήματα, όπως για παράδειγμα πώς μπορεί να στερεωθεί το λάστιχο σε μία μάσκα κλπ. Έτσι, υπάρχει συνεχώς η επαφή με την πραγματικότητα. Αυτή η επαφή ενισχύεται ακόμη περισσότερο μετά το πέρας της συμβολικής πράξης  κατά τη φάση της αποκωδικοποίησης και συνειδητότητας.

Η κατάθλιψη μοιάζει να αυξάνει το βάρος του σώματος. Οι ώμοι κύρτονται προς το έδαφος και το κεφάλι τείνει επίσης προς τα κάτω. Η ψυχοσωματική δουλειά που προσφέρει η δραματοθεραπεία ξανατοποθετεί το σώμα στην πραγματική σχέση του με τη βαρύτητα που του ασκεί η γη.

Ο καταθλιμμένος άνθρωπος είναι σα να έχει πέσει σε ψυχικό κώμα. Έρχεται σε επαφή με το τίποτα, το μηδέν, το κενό. Η τέχνη προσφέρει τη δυνατότητα παρηγοριάς ενώ η χρήση της ως μέσου θεραπείας έχει ως στόχο την αφύπνιση της δημιουργικότητας, που αποτελεί μία βασική έκφανση της αρχής της ζωής.

Ο Winnicott έλεγε ότι σε όλους μας υπάρχει τάση για κατάθλιψη που εξαφανίζεται κατά την περίοδο των διακοπών. Ο Lacan αποκάλεσε τον άνθρωπο "διχασμένο υποκείμενο" για να δηλώσει ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι πλήρης. Πάντα κάτι του λείπει κι αυτό που αποτελεί πηγή ματαίωσης, είναι ταυτόχρονα το διαβατήριο για να αναζητήσει την ετερότητα, να κάνει σχέσεις , να έχει σεξουαλικότητα, αλλά και να κυνηγά ιδανικά και να ονειρεύεται το μέλλον του. Μέσα στην επαφή με αυτή την πραγματικότητα μαθαίνουμε να συμφιλιωνόμαστε με την έλλειψη και τη ματαίωση που αυτή επιφέρει, ενώ από την άλλη, είναι αυτή η ίδια αποδοχή της έλλειψης που επιτρέπει την ανάδυση της επιθυμίας.