Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Παραμένοντας στα συντρίμια ή το σύνδρομο της Μις Χάβισαμ


Τον Ντίκενς (Dickens) τον έχουμε ξαναδεί μέσα κι από άλλους ήρωές του σε αυτό το ιστολόγιο κι η αιτία είναι ότι οι ήρωές του, σκιαγραφημένοι ψυχολογικά στην εντέλεια,  αποτελούν εξαιρετικά κλινικά παραδείγματα. Δεν είναι τυχαίο που ο Ντίκενς εκδήλωνε μεγάλο ενδιαφέρον για την ψυχιατρική στην εποχή του κι είχε επισκεφτεί ψυχιατρεία και άσυλα της Βρετανίας και της Αμερικής για να παρατηρήσει τις συνθήκες εκεί, εμπειρίες που κατέγραψε στα ημερολόγια του.

Τελευταία ξαναήρθα σε επαφή με το αριστούργημα του "Μεγάλες Προσδοκίες" και θυμήθηκα μία εμβληματική φιγούρα του, την Μις Χάβισαμ (Μiss Havisham). Με αυτήν λοιπόν θα ασχοληθούμε σήμερα.

Η μις Χάβισαμ είναι μία τραγική φιγούρα.
Η μητέρα της πέθανε νωρίς και μεγάλωσε με τον πατέρα της ο οποίος ήταν αρκετά πλούσιος και την κακόμαθε. Μεγαλώνοντας η Χάβισαμ ερωτεύεται τον Κομπέισον (Compeyson) ο οποίος την θέλει για την περιουσία της. Την μέρα του γάμου λαμβάνει ένα γράμμα από αυτόν που της ανακοινώνει ότι την εγκαταλείπει.

Συντετριμένη η Χάβισαμ δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει ποτέ αυτό το πλήγμα.

Από εκείνη την στιγμή, ζει μέσα στον πύργο της έγκλειστη με κλειστές τις κουρτίνες για να μην την βλέπει ήλιος. Το σπίτι της έχει εγκαταληφθεί χρόνια και η ίδια φοράει πάντα ένα νυφικό κι ένα μόνο παπούτσι. Παρά τις διάφορες κινηματογραφικές της εκδοχές που την θέλουν πότε γριά και πότε νέα, η Μις Χάβισαμ-με βάση την περιγραφή του Ντίκενς-είναι περίπου 50 χρονών που, αποφεύγοντας τον ήλιο, δείχνει αρκετά μεγαλύτερη. Στο τραπέζι της τραπεζαρίας υπάρχει πάντα η τούρτα του γάμου εδώ και χρόνια. Τα ρολόγια του σπιτιού είναι σταματημένα την ώρα που συνέβη το κακό.

Η θλίψη της μις Χάβισαμ μετατρέπεται σταδιακά σε μνησικακία και μίσος. Έτσι, υιοθετεί ένα όμορφο κορίτσι την Εστέλα, που την εκπαιδεύει ώστε να εκδικηθεί τους άντρες.

Κοιτώντας γύρω θα συναντήσουμε πολλούς ανθρώπους πληγωμένους και εγκλωβισμένους στην τραυματική εμπειρία. Η τραυματική εμπειρία πάντα συμβαίνει σε σχέσεις. Έτσι, αυτό που τραυματίζει είναι η σχέση. Μία εγκατάλειψη, μία προδοσία, βία κλπ...

Πόσοι παραμένουν σε μία θέση θλίψης, ακινησίας και παράδοσης στην μοίρα;
Πόσοι κλείνονται στο καβούκι τους μετά από μία τέτοια εμπειρία και δεν ξανανοίγουν από φόβο ποτέ σε μία νέα εμπειρία;
Πόσοι δεν ελευθερώνονται ποτέ επιμένοντας στην μνησικακία και το μίσος;

"Δεν θέλω να συγχωρέσω" έλεγε θυμωμένη μία θεραπευόμενη 45 ετών σε μία από τις ομάδες ψυχοθεραπείας, έχοντας ζήσει για πολλά χρόνια μέσα στο δηλητηριώδες περιβάλλον του θυμού και του μίσους. Πίστευε ότι η συγχώρεση που της προτείναμε ως λύση εγώ και τα περισσότερα μέλη της ομάδας, ήταν απόρροια μίας χριστιανικής ηθικής ή ενός κοινωνικού καθωσπρεπισμού.
Δεν μπόρεσε παρά μόνο μετά από κάποιους μήνες να κατανοήσει και να γευτεί την ελευθερία που δίνει η συγχώρεση και η οποία της επέτρεψε να κάνει τα επόμενα βήματα.

Το ένα γοβάκι της Μις Χάβισαμ μας θυμίζει το ένα γοβάκι της Σταχτοπούτας. Δεν μπορεί κανείς να περπατήσει με ένα γοβάκι χωρίς να κουτσαίνει... Κυρίως όμως, το ταίρι του παπουτσιού που λείπει αναλογεί στο ταίρι-άντρα που χάνεται. Κι ενώ στο παραμύθι της Σταχτοπούτας υπάρχει αυτή η εξιδανίκευση του απόλυτου ταιριάσματος του παπουτσιού (του πρίγκηπα μεταφορικά θα λέγαμε) στην περίπτωση της Μις Χάβισαμ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Η ίδια κλείνεται και δεν θέλει να δει και να την δουν. Γιατί όμως;

Ο Ντίκενς έχει χτίσει με μεγάλη μαεστρία την ηρωίδα του.

Η απουσία της μητέρας κατά την παιδική ηλικία της Χάβισαμ της στερεί την δυνατότητα της παρηγοριάς. Μίας ιδιότητας που την μαθαίνουμε από την μητέρα πρωταρχικά κι αν δεν την μάθουμε από εκείνη, δεν θα την μάθουμε από πουθενά συνήθως.
Η παρηγοριά της μητέρας σταδιακά ενδοβάλλεται και μπορεί ο ψυχισμός και μόνος του να παρηγορηθεί στην θλίψη και να βρει την διέξοδο αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία του πένθους που δεν μπορεί να κρατά πάνω από έναν χρόνο, γιατί από εκείνο το σημείο και μετά ξεκινά η κατάθλιψη (βάλλονται οι συνάψεις των νευρώνων) και ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια από ειδικό.
Η απουσία της μητέρας στην Χάβισαμ σημαίνει απουσία αυτής της δυνατότητας μετακίνησης από το πένθος.

Ο πατέρας υπεραναπληρώνει την απουσία αυτή με το να την κακομαθαίνει, όπως μας λέει ο συγγραφέας. Αυτή η στρεβλή αναπλήρωση υποκινεί και τον μηχανισμό άμυνας που αναπτύσσει η Χάβισαμ.

Έτσι, αντί της ολοκλήρωσης του πένθους και της αλλαγής σελίδας, η Χάβισαμ εγκλωβίζεται σε αυτό και μετατρέπει την θλίψη σε θυμό και αντί της λύσης και απελευθέρωσης, προστρέχει στην εκδίκηση μέσω της υιοθετημένης της κόρης. Διαιωνίζει δηλαδή το τραύμα διαστρέφοντας τα στοιχεία του... Από θύμα γίνεται θύτις μέσω της Εστέλα που δεν καταφέρνει να την αγαπήσει πραγματικά (που να το μάθει άλλωστε αφού η ίδια δεν είχε μητρική αγάπη;) αφού την εργαλιοποιεί, την χρησιμοποιεί δηλαδή ως μία λανθασμένη δική της αυτοθεραπεία. Ράγισε η καρδιά της κάποτε, τώρα μέσω της Εστέλα θα ραγίσει τις καρδιές των μισητών αντρών.

Η Χάβισαμ αποκαλείται από τον Ντίκενς ως "Η μάγισσα του τόπου". Μισότρελλη πια έχει στοιχειώσει από το τραύμα από το οποίο δεν βρίσκει δρόμο να διαφύγει. Η κάθαρση έρχεται μέσα από την φωτιά (σα να την καίει το ίδιο το πάθος της) ενώ η τάξη επανέρχεται καθώς η Εστέλα υποκύπτει στην δύναμη του έρωτα με τον Πιπ, τον πρωταγωνιστή της ιστορίας.

Το σύνδρομο της Μις Χάβισαμ αναφέρεται στο μπλοκάρισμα από μία χαμένη αγάπη.

Οι μεγάλες προσδοκίες, δηλαδή η εξιδανίκευση και ο εξωραϊσμός  είναι συχνά η αιτία του εγκλωβισμού στο πένθος. Η δυσκολία να προχωρήσει κανείς ξεπερνώντας την χαμένη αγάπη/έρωτα, δεν έχει να κάνει τόσο με την απώλεια του άλλου με τον οποίο η σχέση φαίνεται να έχει τελειώσει, όσο με την απώλεια του ονείρου που φτιάχτηκε με τον άλλον.  Μεγάλα όνειρα που γκρεμίζονται και που ο άνθρωπος δύσκολα μπορεί να τα αποχωριστεί, παρόλο που συνήθως αυτή είναι η φύση των πραγμάτων, καθώς υπάρχει ροή και κίνηση κι όχι ακινησία. Όνειρα που είναι κοινωνικά καθορισμένα συχνά, όνειρα εξιδανικευμένα και γιαυτό δύσκολα πραγματώνονται.

Η ψυχοκοινωνική ταυτότητα του ανθρώπου με το σύνδρομο της Μις Χάβιασαμ απειλείται, καθώς η ακινησία εσωτερικεύεται και το υποκείμενο σταματά τον χρόνο στο τραύμα, μένει στο παρελθόν εγκαταλείποντας το παρόν και παραμείνει εκεί αρνούμενο να προχωρήσει ενώ ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.

Μετά τον έναν χρόνο θλίψης, και εφόσον δεν υπάρχει βελτίωση της διάθεσης και σταδιακή επαναπροσαρμογή στα νέα δεδομένα,  ο άνθρωπος οποιαδήποτε μορφή πένθους κι αν περνά, χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια.