Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Στρατηγικές (αυτο)θεραπείας και τα αποτελέσματα τoυς




Οι περισσότεροι που καταφέρνουν να έρθουν και να αρθρώσουν αίτημα θεραπείας σε επαγγελματία του χώρου ψυχικής υγείας έχουν πάρει την απόφαση συνήθως με δυσκολία και μετά από αρκετό καιρό από την εμφάνιση των συμπτωμάτων ή των δυσκολιών.
Ως τότε έχουν προσπαθήσει να βρουν λύσεις μόνοι τους ή ζητούν τη βοήθεια του περιβάλλοντός τους. Αυτό είναι τόσο προφανές όσο και εύλογο.

Η απόφαση για αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας λαμβάνεται συνήθως όταν οι άλλες προσπάθειες αυτοβοήθειας που έχει επιλέξει το άτομο αποτυγχάνουν. Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτές μπορεί να πάρουν πολύ χρόνο χωρίς ή με ελάχιστα αποτελέσματα και η ταλαιπωρία να έχει μεγάλη διάρκεια.

Εκεί όμως που δυσκολεύουν τα πράγματα και τόσο το περιβάλλον όσο και το ίδιο το υποκείμενο μέσω της δικής του ενδοσκόπησης στέκονται αδύναμα θεραπευτικά είναι όταν το υποκείμενο καλείται να αλλάξει τα κακώς κείμενα που σχετίζονται με μαθημένα ή οικεία σχήματα συμπεριφορών και καταλήγει να επαναλαμβάνει τα ίδια παθήματα ή να μην μπορεί να αποφύγει τα ήδη υπάρχοντα.

Ας δούμε όμως τις διαφορετικές στρατηγικές αυτοβοήθειας πιο αναλυτικά.

1) Προσπαθεί το υποκείμενο να επιλύσει τα προβλήματά του μόνο
...

Όταν κάποιος προσπαθεί μόνος να επιλύσει προβλήματα ψυχολογικής φύσης επιστρατεύει νοητικές λειτουργίες (αντίληψη, μνήμη, κ.ά.) καθώς και (λιγότερο ή περισσότερο ώριμους) μηχανισμούς άμυνας.

Η επιλογή της μοναχικότητας στην επίλυση των προβλημάτων είναι μία στρατηγική που ακολουθείται περισσότερο από τους άντρες. Κι αυτό γιατί στην κουλτούρα μας μαθαίνουν τα νεαρά αγόρια ότι πρέπει να είναι δυνατά, να μην κλαίνε και να μην εκφράζουν αδυναμία, ενώ παράλληλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδονται στις γυναίκες (το αδύνατο φύλο-σε αντιδιαστολή με το δυνατό). Αυτό είναι μία πολιτισμική βία που ασυνείδητα περνά από την οικογένεια και τους άλλους θεσμούς (π.χ. στρατός, σχολείο κλπ) στο αγόρι. Γιαυτό και είναι πολύ λιγότεροι οι άντρες σε παρέες που ψάχνουν και συζητούν για τα συναισθήματά τους από ό,τι γυναίκες. Οι περισσότεροι αρέσκονται να εξιστορούν κατορθώματα (σεξουαλικά, επιτεύγματα στη δουλειά κλπ) ή να καταφεύγουν στο χιούμορ (στην καλύτερη περίπτωση) ή στον χαβαλέ.
Τρόποι φυγής και απώθησης των προβλημάτων είναι συχνοί σε αυτή την περίπτωση ή καταφεύγουν σε μοναχικές σκέψεις και απομόνωση.
Ευτυχώς, με την πάροδο των χρόνων αυξάνεται ο αριθμός των αντρών που ζητούν βοήθεια και οι νεότερες γενιές έχουν περισσότερο θάρρος να μοιράζονται συναισθήματα από ό,τι οι παλαιότερες.

Ο δρόμος της σκέψης είναι συνήθως από τους πρώτους που κάποιος παίρνει για να βρει λύσεις, ή να επεξεργαστεί κάτι που συνέβη. Η σκέψη είναι ωφέλιμη όταν καταφέρνει να προχωρήσει σε αναστοχασμό και επεξεργασία κι όταν συνδυάζεται με ψυχική ωρίμανση.
Πολλοί εκλογικεύουν τα συναισθήματα προσπαθώντας να τα καταλαγιάσουν και συχνά συναντάμε ανθρώπους που από την συχνή εκλογίκευση δεν αναγνωρίζουν πια τα συναισθήματά τους. Σκέφτονται αλλά δεν αισθάνονται...(φυσικά και αισθάνονται, απλά δεν το καταλαβαίνουν πια).

Σε άλλες περιπτώσεις η σκέψη μπορεί να ανακυκλώνει τα ίδια και τα ίδια, να περιλαμβάνει μόνο αρνητικές αναπαραστάσεις και να προκαλεί μεγάλη κούραση στο υποκείμενο χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Αντίθετα, η συνεχής σκέψη μπορεί να επιδεινώσει ένα πρόβλημα αφού το υποκείμενο απομονώνεται από το περιβάλλον, χάνει την αίσθηση του παρόντος (αφού η σκέψη μας ταξιδεύει) και εγκλωβίζεται μέσα στο λαβύρινθο του νου χωρίς να μπορεί να βρει λύση. Όταν συμβεί αυτό, κάτι που κανείς μπορεί εύκολα να το αναγνωρίσει, πρέπει να επιχειρήσει αλλαγή στρατηγικής αντιμετώπισης.

Από την άλλη, υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν να ξεχάσουν το πρόβλημα ή το τραύμα. Πρόκειται για προσπάθεια απώθησης του οδυνηρού γεγονότος, με την ευχή αυτό να ξεχαστεί για πάντα. Ποτέ δεν το αναφέρουν σε συζητήσεις, ή κάνουν σα να μην έχει συμβεί ποτέ. Φαίνεται πως δεν ξέρουν ότι ένα απωθημένο τραυματικό γεγονός μοιάζει με φυσαλίδα σε μπουκάλι σαμπάνιας. Όντας καλά κρατημένο στον πάτο όσο το μπουκάλι είναι καλά κλεισμένο, με την παραμικρή είσοδο με τον αέρα ανεβαίνει ορμητικά προς τα πάνω κι εκφράζεται αναπάντεχα.

Έτσι, ένα γεγονός που μπορεί να φαίνεται ασήμαντο και φαινομενικά ασύνδετο με την ιστορία του υποκειμένου μπορεί να επιφέρει μεγάλη ένταση ή μια υπερβολική συμπεριφορά επειδή κάποιο στοιχείο του εκάστοτε περιβάλλοντος μπορεί να ανασύρει το απωθημένο περιεχόμενο, εξαιτίας μίας μικρής λεπτομέρειας που κι αυτή παραμένει ασυνείδητη ως προς την ομοιότητά της με το τραύμα.

Στο ίδιο μήκος κύματος ανήκει και η προσφυγή σε αναγνώσεις βιβλίων (εκλαϊκευμένης κυρίως) ψυχολογίας. Σε αυτή την πρακτική, το υποκείμενο ψάχνει καταρχήν να καταλάβει τι του συμβαίνει αλλά αναζητά και λύσεις. Ένα βασικό λάθος που γίνεται εδώ είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση προσπαθεί μέσω της σκέψης, της διανόησης να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του, ενώ στην πραγματικότητα η λύση έρχεται μέσα από την κίνηση του συναισθήματος μέσα σε μία σχέση όταν δουλεύεται μία δυσκολία (συν+κίνηση). Παρόλα αυτά, ακόμη και μέσα από τη διανοητική οδό, μπορεί κάποιος να υποπτευτεί τι μπορεί να φταίει αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να το επιλύσει μέσα από αναγνώσεις.

Υπάρχουν και ανώριμοι και βλαβεροί τρόποι αυτοθεραπείας. Τέτοιοι είναι η καταφυγή σε μηχανισμούς άμυνας αποφυγής του προβλήματος που συνήθως το επιδεινώνουν, όπως για παράδειγμα η λήψη ουσιών,ηρεμιστικών, αλκοόλ κλπ.
Πρόκειται για στρατηγικές στρουνθοκαμηλισμού, και ενώ ο στόχος είναι να μαλακώσει ο πόνος μέσω της νάρκωσης, αυτό επιστρέφει αφυπνισμένο μετά από κάποιο μικρό διάστημα περισσότερο διογκωμένο από πριν και με συνοδεία νέων προβλημάτων.

Ένα πρόβλημα που παραμένει χωρίς λύση πάντα τείνει να επιδεινώνεται προκειμένου να οδηγηθεί το υποκείμενο στην επίλυσή του.

Συχνή είναι και η περίπτωση της μετάθεσης. Τέτοιο είναι το παράδειγμα αυτού που αισθάνεται εσωτερικά αδύναμος και σπεύδει να πάει στο γυμναστήριο, ή παίρνει βιταμίνες. Η σωματική ενδυνάμωση δίνει την αίσθηση ότι το άτομο δυναμώνει και ψυχικά. Δεν έχει απόλυτα άδικο, αφού το σώμα και η ψυχή είναι συνδεδεμένα. Από την άλλη, η έκκριση ορμονών κατά την εκγύμναση μπορεί να βελτιώσει προσωρινά τη διάθεση. Εντούτοις, δεν μπορεί να επιλύσει δομικά τα ψυχικά προβλήματα αφού οι αιτίες βρίσκονται στην ιστορία του υποκειμένου. Μέσω του μηχανισμού της μετάθεσης φαίνεται σα να προσπαθεί να πετύχει την ψυχική ενδυνάμωση μέσω της ενδυνάμωσης των μυών.

Άλλη ατομική διέξοδος είναι η τέχνη. Εδώ επιστρατεύεται ο πιο ώριμος (σύμφωνα με τον Φρόυντ) μηχανισμός άμυνας η μετουσίωση. Στην περίπτωση αυτή ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τον πόνο του ως πρώτη ύλη της δημιουργίας. Βέβαια, δεν είναι μόνο από τον πόνο που γεννιέται η τέχνη, αλλά είναι κάτι πάρα πολύ συχνό. Ωστόσο, και δω τα προβλήματα δεν λύνονται και τα παραδείγματα δυστυχισμένων καλλιτεχνών είναι πολλά στην ιστορία.

Παρόμοια κάποιος μπορεί να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά ή σε συνεχείς ενασχολήσεις προκειμένου να μην σκέφτεται. Πρόκειται κι εδώ για μία ασυνείδητη προσπάθεια αποφυγής και απώθησης.

2) Η αναζήτηση βοήθειας από πρόσωπα του περιβάλλοντος


Μία άλλη μέθοδος αυτοθεραπείας είναι η προσφυγή στους φίλους, σε μέλη της οικογένειας και γενικά στους αγαπημένους ανθρώπους.

Η αναζήτηση βοήθειας είναι μία πράξη θάρρους.

Πολλές φορές η βοήθεια των οικείων μας είναι πολύτιμη. Έτσι, όταν πρόκειται για στήριξη μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός, το περιβάλλον μπορεί να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο και να βοηθήσει στο να ξεπεραστεί ο πόνος του υποκειμένου μέσω της συμπαράστασης και της παρηγοριάς.
Αυτό φυσικά συμβαίνει εφόσον το άτομο περιβάλλεται από ανθρώπους που πραγματικά το αγαπούν και νοιάζονται γιαυτό.

Εκεί που η συμβολή του περιβάλλοντος περιορίζεται είναι όταν δεν αρκεί μόνο η στήριξη αλλά απαιτείται αλλαγή συμπεριφοράς, στάσης και πλεύσης από το ίδιο το άτομο το οποίο καλείται να αφήσει δυσλειτουργικές συμπεριφορές και να υιοθετήσει νέες περισσότερο ωφέλιμες για τη ζωή του. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, κι εφόσον τα άτομα που καλούνται να βοηθήσουν καταλαβαίνουν ότι η κατάσταση υπερβαίνει τις δικές τους δυνατότητες μπορούν να λειτουργήσουν σαν μοχλός παρακίνησης προκειμένου να ξεκινήσει το υποκείμενο θεραπεία με κάποιον επαγγελματία του χώρου ψυχικής υγείας.

Γνωστικά σχήματα που έχουν υιοθετηθεί από την οικογένεια ή βλαβεροί ρόλοι που οδηγούν σε αδιέξοδο δύσκολα αλλάζουν μέσα από την επαφή με τους φίλους-όσο αγνές προθέσεις κι αν έχουν.

Αυτό συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι επιλέγουμε τους φίλους βάση των εμπειριών μας ή βάση της ομοιότητάς μας με αυτούς. Είναι πολύ κοντά ώστε δεν μπορούν να έχουν την αντικειμενικότητα και την απόσταση που χρειάζεται ώστε να μπορούν να διακρίνουν τους πραγματικούς λόγους μιας δυσκολίας που πηγάζει σε ψυχολογικά αίτια. Ακόμη και εμείς οι θεραπευτές δεν μπορούμε να επιλύσουμε προβλήματα ψυχικής φύσης του οικείου περιβάλλοντός μας, εξαιτίας αυτής της εγγύτητας που υπάρχει στη σχέση μας μαζί τους. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι οι αγαπημένοι άνθρωποι δεν διαθέτουν τα θεωρητικά αλλά και μεθοδολογικά εργαλεία για να μπορέσουν να βοηθήσουν πραγματικά προς τη σωστή (δηλαδή για το όφελος του υποκειμένου) κατεύθυνση.

3) Η αναζήτηση βοήθειας σε κοινότητες-ομάδες


Είναι αλήθεια ότι η αναγκαιότητα της ψυχολογικής επαγγελματικής βοήθειας εμφανίζεται στον 20ο αιώνα που χαρακτηρίζεται ως ο αιώνας του εαυτού. Στις μέρες μας η απουσία κοινοτήτων απομονώνει τους ανθρώπους και πολλά από τα προβλήματά τους αφορούν άμεσα ή έμμεσα σε αυτή την απομόνωση. Μία απομόνωση που επιβαρύνεται και από το φαινόμενο της αστυφιλίας και της εγκατάλειψης της κοινωνίας του χωριού ή της μικρής πόλης για τη ζωή στη μεγαλούπολη.

Βέβαια στην περίπτωση της κοινότητας, ιδιαίτερα της παραδοσιακής (π.χ. της παλιάς γειτονιάς ή του χωριού) συχνά οι προτεινόμενες λύσεις έχουν να κάνουν με το καλό κυρίως της ίδιας της κοινότητας και υπάρχει η τάση αντιμετώπισης του ατομικού προβλήματος με κανονιστικό τρόπο, δηλαδή οι λύσεις που προτείνονταν έχουν περισσότερο να κάνουν με τη συμμόρφωση του υποκειμένου σε μία νόρμα, έναν κανόνα που ήταν γενικά αποδεκτός.

Από την άλλη, η αναζήτηση λύσεων από την κοινότητα αποτελεί μία εξαιρετική ευκαιρία κοινωνικοποίησης και ένταξης ιδιαίτερα σε ναρκισσιστικές διαταραχές και γιαυτό ήδη από τη δεκαετία του ’60 οι κοινότητες συνδέθηκαν με την θεραπεία των τοξικοεξαρτημένων, ενός πληθυσμού που χαρακτηρίζεται από ναρκισσιστικά ελλείματα και τραυματισμούς.

Από την άλλη, υπάρχουν οι ομάδες αυτοβοήθειας, χωρίς κάποιον ειδικό. Αυτές μπορούν να δώσουν παρηγοριά αλλά και να αισθανθεί κάποιος ότι το πρόβλημά του γίνεται κατανοητό από άλλους που αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με αυτόν. Μειώνονται συναισθήματα ντροπής, μοναξιάς και μειονεξίας. Έτσι, συχνά σε αυτές τις ομάδες-που πια μπορεί κανείς να τις βρει και στο διαδικτυακό περιβάλλον υπό τη μορφή διαφόρων φόρουμ-τα υποκείμενα βρίσκουν συχνά κάποιες λύσεις πάνω σε πρακτικά θέματα αλλά και στήριξη.

4) Η στροφή στη μεταφυσική για αναζήτηση βοήθειας


Η αναζήτηση της βοήθειας μπορεί να απευθυνθεί και σε ιερείς, εφόσον το υποκείμενο διακατέχεται από θρησκευτική πίστη. Όπως κι αν έχει στο σε ποιον απευθύνεται κάποιος για βοήθεια φανερώνει και τον δρόμο που θέλει, έστω και ασυνείδητα, να πάρει για τη λύση. Έτσι, η προσέγγιση του ιερέα σημαίνει ότι η επιθυμία του υποκειμένου είναι να βρει μία λύση σύννομη με το θρησκευτικό δόγμα στο οποίο πιστεύει. Ο ιερέας είναι αντιπρόσωπος αυτής της πίστης αλλά εξακολουθεί να είναι και άνθρωπος. Έτσι, αν έχει την ικανότητα ενσυναίσθησης και πράγματι αγαπά τον άνθρωπο μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση και να δώσει πολύτιμες συμβουλές.

Δεν είναι λίγοι και αυτοί που απευθύνονται σε μάντεις, μέντιουμ και σε άτομα με άλλες παρεμφερείς ιδιότητες μέσα στην αγωνία τους για να βρουν λύση ή στην επιθυμία τους να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους που αισθάνονται ότι τον έχουν χάσει. Και εδώ, για την επιλογή αυτής της στρατηγικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση η δοξασία στην ύπαρξη μεταφυσικών φαινομένων, οντοτήτων κλπ. Ωστόσο, είναι μία επικίνδυνη τακτική καθώς συχνά οι «ειδικοί» αυτοί είναι απατεώνες.

4. Το αίτημα για θεραπεία στον ψ.


Τόσο η ψυχολογία, όσο και η ψυχιατρική είναι επιστήμες κι ως τέτοιες διακατέχονται από το πνεύμα του ορθολογισμού. Έτσι, η απόδοση των ευθυνών για τα δεινά του προσώπου δεν αποδίδονται στην τύχη ή στην μεταφυσική. Το ενδιαφέρον στρέφεται στο ίδιο το υποκείμενο, την οικογενειακή του ιστορία, τη δράση του και τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους άλλους.

Καθώς τα τραύματα δημιουργούνται πάντα μέσα σε μία σχέση με κάποιον άλλον, δεν είναι δυνατό να επιλυθούν εκτός σχέσης.

Όσο κι αν κάποιος προσπαθεί να το αντιμετωπίσει εκτός σχέσης δεν τα καταφέρνει γιατί λείπει η σημαντική παράμετρος ενός άλλου που μπορεί να δράσει επανορθωτικά στην εμπειρία.

Έτσι, μία καλή σχέση με άλλον ή άλλους (φίλους, σύντροφο, συνεργάτες) που να μη λειτουργεί στα πρότυπα των μαθημένων σχέσεων-αν είναι δυσλειτουργικές αυτές- μπορεί να βοηθήσει ως ένα σημείο. Συνήθως όμως επιλέγουμε καταστάσεις και ανθρώπους βάση του οικείου προτύπου που έχουμε διδαχθεί κι έτσι δεν είναι πάντα εφικτό να μας βοηθήσει το περιβάλλον να εξέλθουμε από προβλήματα, ιδιαίτερα αν αυτά αφορούν και την μεταξύ μας σχέση.

Υπάρχουν πολλές μορφές προσέγγισης και θεραπείας. Προσωπικά προτιμώ την ψυχοδυναμική προσέγγιση και ιδιαίτερα αυτή που χρησιμοποιεί τη διαμεσολάβηση των τεχνών, επειδή θεωρώ ότι φτάνει σε βάθος ενώ τα σύμβολα βοηθούν στην κατανόηση και την επεξεργασία των προβλημάτων στη ρίζα τους. Όμως η προσωπική μου επιλογή ψυχοθεραπευτικής μεθόδου δεν σημαίνει ότι είναι και η ανώτερη όλων των διαφορετικών μεθόδων που ακολουθούν άλλοι συνάδελφοι. Σε μία έρευνα που έγινε πριν από δέκα περίπου χρόνια στον Καναδά και έψαχνε να βρει ποια ψυχοθεραπευτκή μέθοδος είναι πιο αποτελεσματική, βρέθηκε ότι ο πρώτος παράγοντας αποτελεσματικής θεραπείας αποτελεί η ίδια η πίστη του θεραπευτή στη μέθοδο που ακολουθεί...

Στην ψυχοδυναμική προσέγγιση θεραπειών ο θεραπευτής παραμένει ουδέτερος. Δεν μιλά για τον εαυτό του, δεν δίνει πληροφορίες της ζωής του, ούτε μπορεί να συναντηθεί εκκούσια με τον πελάτη του σε άλλο πλαίσιο πλην της θεραπείας. Αυτό μπορεί να ξενίζει, να φαίνεται αρνητικό αρχικά από το υποκείμενο και να το ματαιώνει. Όμως, αργότερα το υποκείμενο αισθάνεται ότι η μέθοδος αυτή αφενός του παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια, αφετέρου ανακαλύπτει ότι τείνει να ξαναδημιουργήσει τον ίδιο τύπο σχέσης που έχει μάθει.

Ο θεραπευτής μέσα από την ουδετερότητά του, η οποία όμως δεν σημαίνει αδιαφορία ή ψυχρότητα, τον απομαγεύει, δηλαδή του κάνει ξεκάθαρο ότι αυτός ο τύπος σχέσης που δημιουργεί μαζί του φιλτράρεται από την εμπειρία του παρελθόντος και όχι από την πραγματικότητα που του "εδώ και τώρα" της θεραπείας. Και αυτό δεν είναι κάτι το οποίο το κάνει μόνο με τον θεραπευτή, αλλά και με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους με τους οποίους συνάπτει σχέσεις. Η σχέση με τους άλλους έτσι, γίνεται σαφές ότι πάντα διακατέχεται από μία ασυνείδητη προκατάληψη, μία αντίληψη που φιλτράρεται από την προγενέστερη εμπειρία, η οποία με τη θεραπεία αποδυναμώνεται σταδιακά.

Η ψυχοθεραπευτική σχέση είναι αυτή που αλλάζει τα μη λειτουργικά σχήματα που δίνουν τη θέση τους σε νέα. Η αλλαγή δεν έχει να κάνει με την αλλαγή της προσωπικότητας ή του χαρακτήρα αλλά σίγουρα έχει να κάνει με μία αλλαγή στον τρόπο που σχετίζεται κανείς με τους άλλους αλλά και, πρωτίστως, στη σχέση που έχει με τον ίδιο του τον εαυτό.

Η σχέση με τον ψυχοθεραπευτή (ή τον ψυχοθεραπευτή και την ομάδα-στην περίπτωση της ομαδικής ψυχοθεραπείας) είναι πολύτιμη, ακριβώς γιατί παρέχει στο υποκείμενο μία εμπειρία επανορθωτική σε αυτή που έχει βιώσει από την οικογένεια.

Οι άνθρωποι που έχουν περάσει από θεραπεία, σε επόμενη δυσκολία γνωρίζουν το πώς θα πράξουν το καλύτερο δυνατό για τους ίδιους. Γνωρίζουν πώς δεν θα θυματοποιηθούν, πώς δεν θα υπομείνουν αν δεν υπάρχει στόχος, πως δεν θα ανεχτούν πράγματα που τους ενοχλούν, πώς δεν θα συμμαχούν με παραδοξότητες που μπορεί να εμφανίζονται ως απαιτήσεις από το περιβάλλον τους κι άλλα πολλά.

Έτσι, συνήθως ο άνθρωπος που έχει ολοκληρώσει μία θεραπεία έχει όλα τα εφόδια για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επόμενες δυσκολίες.