Peter Bruegel, "Child's play" |
Όλοι πια σήμερα γνωρίζουμε τα οφέλη του παιχνιδιού στη διαμόρφωση της προσωπικότητας.
Γνωρίζουμε τη σχέση του παιχνιδιού με την μάθηση, την κοινωνικοποίηση, την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ανάληψη ρόλων...
Παρόλο που το παιχνίδι είναι αναπόσπαστο μέρος της δραματοθεραπευτικής μεθόδου-με την οποία κυρίως δουλεύω-καθημερινά εκπλήσσομαι για την απίστευτη επιρροή που έχει στην ψυχική υγεία.
Αυτό που προτείνω σήμερα ως υπόθεση εργασίας και έρευνας είναι ότι η ύπαρξη παιχνιδιού στην παιδική ηλικία δημιουργεί αντισώματα στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας αργότερα. Η υπόθεση αυτή έχει προκύψει από ανθρώπους με τους οποίους έχω δουλέψει κλινικά στο παρελθόν αλλά και σήμερα.
Άνθρωποι που έχουν περάσει εξαιρετικά δύσκολα στα παιδικά τους χρόνια, αν έχουν παίξει, τότε κατά τη θεραπεία τους κάνουν άλματα αλλαγής. Το παιχνίδι δηλαδή, φαίνεται να είναι ένας σύμμαχος σε κάθε θεραπευτή, ένας παράγοντας καλής πρόγνωσης για την επιθυμητή θεραπευτική αλλαγή.
Το παιδί παίζοντας μαθαίνει να συντονίζει τις κινήσεις του, να ελέγχει το σώμα του, να μπαίνει σε ρόλους και μέσα από αυτούς να βλέπει τα πράγματα από τα μάτια του άλλου-ρόλου, να λύνει προβλήματα πρακτικά, να συνεργάζεται, να φαντάζεται, να κατασκευάζει. Η δημιουργικότητα που αφυπνίζει το παιχνίδι μαζί με τις κοινωνικές του λειτουργίες το κάνουν μία μοναδική και απαραίτητη συνθήκη για την ωρίμανση του ψυχισμού.
Η ομάδα των παιδιών φαίνεται να έχει ανάλογες λειτουργίες με τη μητέρα. Έτσι, απουσία της μητέρας, το παιδί μέσα στην ομάδα των συνομιλήκων, με στόχο το παιχνίδι, βρίσκει την καλύτερη παρηγοριά από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική συναναστροφή.
Τα παιδιά που δεν έχουν μάθει να παίζουν κατά την παιδική ηλικία, συνήθως γιατί το περιβάλλον τους το απαγόρευε, μειονεκτούν σε πολλές δεξιότητες αλλά και στην ψυχική ευελιξία. Όμως, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, και σε όποια ηλικία κι βρίσκονται σήμερα, είναι δυνατό να μάθουν να παίζουν μέσα από τεχνικές όπως είναι η δραματοθεραπεία ή η παιγνιοθεραπεία. Ζωή χωρίς παιχνίδι είναι μία άχαρη ζωή που περιορίζεται μόνο σε μία άνυδρη διαχείριση της πραγματικότητας.
Το παιχνίδι, όπως και το χιούμορ, κάνουν τον άνθρωπο ευέλικτο, περισσότερο ανθεκτικό στην κατάθλιψη, ευπροσάρμοστο και διευκολύνουν τις σχέσεις με τους άλλους. Κυρίως όμως τον ενισχύουν με δημιουργική φαντασία, συστατικό απαραίτητο για την δημιουργικότητα.
Τις τελευταίες δεκαετίες συμβαίνει μία μεγάλη αλλαγή στις πόλεις. Τα παιδιά σταματούν να παίζουν στους δρόμους, στις αλάνες και περιορίζονται μόνο σε περιβάλλοντα με τοίχους ή κάγκελα. Αυτή η μεγάλη αλλαγή δεν μπορεί να μην προκαλέσει και αλλαγές σε ψυχικό επίπεδο. Τα παιδιά μαθαίνουν να παίζουν μόνο υπό τον έλεγχο των ενηλίκων. Ο έξω κόσμος βιώνεται κυρίως εχθρικά και ως απειλή.
Ακόμη και οι παιδικές χαρές κατασκευάζονται ελαχιστοποιώντας κάθε κίνδυνο τραυματισμού.
Ωστόσο, στο παιχνίδι τα παιδιά αναμετρούνται με τον κίνδυνο. Χρειάζονται ένα μίνιμουμ ρίσκου προκειμένου να αντιλαμβάνονται τα όριά τους και να οδηγούνται σε αυτονόμηση. Επίσης, το παιχνίδι σε εξωτερικούς χώρους που δεν είναι ερμητικά κλειστοί ενισχύει την περιέργεια και την εξερεύνηση, ενώ η απουσία του τόσο σκληρού ελέγχου από τους ενήλικες βοηθά στην ανάληψη ευθυνών και ωρίμανση του παιδιού.
Ναι, οι κοινωνίες μας είναι σκληρότερες από τις παλαιότερες, τα αυτοκίνητα είναι πολύ περισσότερα από παλαιότερα, αλλά με τόσες προφυλάξεις κινδυνεύουμε να κάνουμε παιδιά φοβικά και ανεύθυνα.
Το ρίσκο, ωστόσο, αποτελεί βασικό στοιχείο στο παιχνίδι και η επιτυχής αναμέτρηση μαζί του ενισχύει την αυτοεκτίμηση, αλλά και τον αυτοέλεγχό του.
Το παιχνίδι δίνει την ευκαιρία επεξεργασίας της πραγματικότητας και βοηθά το παιδί να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις. Το παιχνίδι λειτουργεί μέχρι να εμπεριέξει την εμπειρία του παιδιού και μετά το παιδί παύει να ενδιαφέρεται με το συγκεκριμένο παιχνίδι και στρέφει το ενδιαφέρον του προς ένα άλλο.
Για τον λόγο αυτό, δηλαδή για το ότι εμπεριέχει την εμπερία και την επεξεργάζεται, το παιχνίδι είναι το καλύτερο μέσο για την μάθηση. Ευτυχώς, αυτό έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό από τα εκπαιδευτικά συστήματα και εμπεριέχονται όλο και περισσότερα παιχνίδια μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, κάνοντας το μάθημα ελκυστικό για τα παιδιά και πηγή χαράς.
Αλλά και οι μεγάλοι παίζουμε...
Σκεφτείτε σε πόσες δραστηριότητες χρησιμοποιούμε το ρήμα: "παίζω" εκτός από την αναφορά του σε παιχνίδια (όπως "παίζω τάβλι, σκάκι κλπ)...
"Παίζω πιάνο, κιθάρα κλπ", "Παίζω θέατρο, στον κινηματογράφο κλπ", "παίζω αυτόν τον ρόλο π.χ. το παίζω τρελός, άντρας, αδιάφορος κλπ", "παίζω με τη φωτιά", "παιχτήκαμε με τα μάτια", "παίζω λόττο, ιππόδρομο κλπ", "παίζω ξύλο", "έπαιξε μαζί μου", "παίζω στα δάκτυλα", "παίζω τη ζωή μου κορώνα-γράμματα", "παίζω με τις λέξεις"...
Είναι όλα αυτά τα παιχνίδια ωφέλιμα για τον ψυχισμό; Από τις μεταφορές που βλέπουμε μπορούμε να πούμε ότι κάποια είναι και κάποια όχι.
Θα λέγαμε αναφορικά με τα παιχνίδια των ενηλίκων ότι αυτά είναι ωφέλιμα αλλά και απαραίτητα, εφόσον δεν παίζει κανείς με τη ζωή του...
Η παιδικότητα δεν πρέπει να πεθάνει ποτέ τελείως, αν θέλουμε να είμαστε δημιουργικοί, με ζωντάνια και χαρά. Αλλά θα πρέπει να κρατήσουμε τα θετικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας όπως την έκπληξη, τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την περιέργεια....
Το χειρότερο που συμβαίνει στην παιδική ηλικία είναι ότι τα παιδιά τα κάνουν ό,τι θέλουν οι ενήλικες, οπότε αυτό καλό θα είναι να το αφήσουμε στην άκρη, και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας, όντας πια ενήλικες...
Αλλά, όπως μας λέει ο Winnicott (1971) και οι θεραπευτές παίζουμε. Αν δεν έχουμε μάθει να παίζουμε και δεν εισάγουμε στοιχεία παιγνιώδη στη θεραπεία τότε δεν μπορούμε να αποκτήσουμε γέφυρα επικοινωνίας με τον θεραπευόμενο. Πρέπει να συντονιστούν οι δύο παιγνιώδεις ικανότητες μας και τότε μόνο μπορεί να ξεκινήσει η θεραπεία...